στραγγίζω
Ancient Greek
Pronunciation
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /straŋˈɡi.zo/
- (4th CE Koine) IPA(key): /straŋˈɡi.zo/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /straɲˈɟi.zo/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /straɲˈɟi.zo/
Descendants
- Greek: στραγγίζω (strangízo)
Further reading
- στραγγίζω in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
Greek
Etymology
From Hellenistic Koine Greek στραγγίζω from Ancient Greek στραγγός (strangós, “drop”).
Pronunciation
- IPA(key): /stɾaŋˈɟizo/
- Hyphenation: στραγ‧γί‧ζω
Verb
στραγγίζω • (strangízo) active (simple past στράγγιξα, στράγγισα, passive στραγγίζομαι)
- (transitive, intransitive) drain, wring, drip-dry, dry off (let something lose its dampness by hanging or twisting)
- Στράγγιξε καλά τα ρούχα, πριν τα απλώσεις. ― Strángixe kalá ta roúcha, prin ta aplóseis. ― Wring the clothes well before you lay them out.
- Ασ' το πουκάμισο να στραγγίξει. ― As' to poukámiso na strangíxei. ― Let the shirt dry off.
- (intransitive) strain, filter (separate solid from liquid by passing through a strainer or colander)
- Στραγγίζω το γιαούρτι για να φτιάξω στραγγιστό γιαούρτι. ― Strangízo to giaoúrti gia na ftiáxo strangistó giaoúrti. ― I strain the yoghurt in order to make Greek yoghurt.
- (intransitive) pan (wash in a pan when searching for gold)
- Στη δεκαετία του 1840, πολλοί στην Αμερική στράγγιζαν για χρυσό. ― Sti dekaetía tou 1840, polloí stin Amerikí strángizan gia chrysó. ― In the 1840s, many in America were panning for gold.
- (intransitive, figuratively) drink dry (completely drink a liquid)
- Στο τέλος, στράγγιξαν εντελώς το βαρέλι η δυό τους. ― Sto télos, strángixan entelós to varéli i dyó tous. ― In the end, the two of them drank the barrel dry.
- (transitive, intransitive, figuratively) wear out, drain, bleed dry / bleed white (remove all vitality or life by hard work etc)
- Μ' έχει στραγγίξει η δουλειά σήμερα. ― M' échei strangíxei i douleiá símera. ― Work has worn me out today.
- 1974, Manos Eleutheriou (lyrics), Yannis Markopoulos (music), “Μαλαματένια Λόγια [Golden Words]”, in Θητεία [Service], performed by Charalampos Garganourakis, Lakis Chalkias, Tania Tsanaklidou:
- Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία,
Που στράγγιξες χαμένα μια γενιά.- T’ aïdónia se chtikiásane stin Troía,
Pou strángixes chaména mia geniá. - The nightingales tormented you in Troy,
Where you bled a whole generation dry.
- T’ aïdónia se chtikiásane stin Troía,
- 1986, Nikos Gatsos (lyrics), Manos Hatzidakis (music), “Τα Παιδιά της Καταιγίδας [The Children of the Storm]”, in Χειμωνιάτικος Ήλιος [Winter Sun], performed by Manolis Mitsias:
- Μάνα μου, μάνα μου,
Ποιος μας άγγιξε;
Την φτωχή μας καρδιά
Ποιος την στράγγιξε;- Mána mou, mána mou,
Poios mas ángixe?
Tin ftochí mas kardiá
Poios tin strángixe? - Mother of mine, mother of mine,
Who has touched us?
Who has drained
Our poor heart?
- Mána mou, mána mou,
Conjugation
στραγγίζω στραγγίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | στραγγίζω | στραγγίξω, στραγγίσω | στραγγίζομαι | στραγγιχτώ, στραγγιστώ |
2 sg | στραγγίζεις | στραγγίξεις, στραγγίσεις | στραγγίζεσαι | στραγγιχτείς, στραγγιστείς |
3 sg | στραγγίζει | στραγγίξει, στραγγίσει | στραγγίζεται | στραγγιχτεί, στραγγιστεί |
1 pl | στραγγίζουμε, [‑ομε] | στραγγίξουμε, [‑ομε], στραγγίσουμε, [‑ομε] | στραγγιζόμαστε | στραγγιχτούμε, στραγγιστούμε |
2 pl | στραγγίζετε | στραγγίξετε, στραγγίσετε | στραγγίζεστε, στραγγιζόσαστε | στραγγιχτείτε, στραγγιστείτε |
3 pl | στραγγίζουν(ε) | στραγγίξουν(ε), στραγγίσουν(ε) | στραγγίζονται | στραγγιχτούν(ε), στραγγιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | στράγγιζα | στράγγιξα, στράγγισα | στραγγιζόμουν(α) | στραγγίχτηκα, στραγγίστηκα |
2 sg | στράγγιζες | στράγγιξες, στράγγισες | στραγγιζόσουν(α) | στραγγίχτηκες, στραγγίστηκες |
3 sg | στράγγιζε | στράγγιξε, στράγγισε | στραγγιζόταν(ε) | στραγγίχτηκε, στραγγίστηκε |
1 pl | στραγγίζαμε | στραγγίξαμε, στραγγίσαμε | στραγγιζόμασταν, (‑όμαστε) | στραγγιχτήκαμε, στραγγιστήκαμε |
2 pl | στραγγίζατε | στραγγίξατε, στραγγίσατε | στραγγιζόσασταν, (‑όσαστε) | στραγγιχτήκατε, στραγγιστήκατε |
3 pl | στράγγιζαν, στραγγίζαν(ε) | στράγγιξαν, στραγγίξαν(ε), στράγγισαν | στραγγίζονταν, (στραγγιζόντουσαν) | στραγγίχτηκαν, στραγγιχτήκαν(ε), στραγγίστηκαν, στραγγιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα στραγγίζω ➤ | θα στραγγίξω / στραγγίσω ➤ | θα στραγγίζομαι ➤ | θα στραγγιχτώ / στραγγιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα στραγγίζεις, … | θα στραγγίξεις / στραγγίσεις, … | θα στραγγίζεσαι, … | θα στραγγιχτείς / στραγγιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … στραγγίξει / στραγγίσει έχω, έχεις, … στραγγιγμένο, ‑η, ‑ο / στραγγισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … στραγγιχτεί / στραγγιστεί είμαι, είσαι, … στραγγιγμένος, ‑η, ‑ο / στραγγισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … στραγγίξει / στραγγίσει είχα, είχες, … στραγγιγμένο, ‑η, ‑ο / στραγγισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … στραγγιχτεί / στραγγιστεί ήμουν, ήσουν, … στραγγιγμένος, ‑η, ‑ο / στραγγισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … στραγγίξει / στραγγίσει θα έχω, θα έχεις, … στραγγιγμένο, ‑η, ‑ο / στραγγισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … στραγγιχτεί / στραγγιστεί θα είμαι, θα είσαι, … στραγγιγμένος, ‑η, ‑ο / στραγγισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | στράγγιζε | στράγγιξε, στράγγισε, στράγγιχ' 1 | — | στραγγίξου, στραγγίσου |
2 pl | στραγγίζετε | στραγγίξτε, στραγγίχτε | στραγγίζεστε | στραγγιχτείτε, στραγγιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | στραγγίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας στραγγίξει / στραγγίσει ➤ | στραγγιγμένος, ‑η, ‑ο / στραγγισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | στραγγίξει, στραγγίσει | στραγγιχτεί, στραγγιστεί | ||
Notes | 1. στράγγιχ' + weak pronouns like στράγγιχ' τον • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- στράγγιση f (strángisi, “wringing, draining”)
- στράγγισμα n (strángisma, “wringing, draining”)
- στραγγιστήρι n (strangistíri, “strainer”)
- στραγγιστικός (strangistikós, “straining, wringing”)
- στραγγιστός (strangistós, “strained, drained”)
- στραγγιστό γιαούρτι n (strangistó giaoúrti, “strained yoghurt, Greek yoghurt”)
- αποστραγγίζω (apostrangízo, “to wring”)
Synonyms
- (to wring, to drip-dry): εκθλίβω (ekthlívo), αποστραγγίζω (apostrangízo)
- (to strain, to filter): σουρώνω (souróno), στύβω (stývo)
- (to wear out, to bleed dry): εξαντλώ (exantló)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.