συζητώ
Greek
Alternative forms
- συζητάω (syzitáo)
Verb
συζητώ • (syzitó) (simple past συζήτησα, passive συζητιέμαι, συζητούμαι)
Conjugation
συζητώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συζητώ, συζητάω | συζητούσα, συζήταγα | θα συζητώ, θα συζητάω | να συζητώ, να συζητάω | |
2s | συζητείς, συζητάς | συζητούσες, συζήταγες | θα συζητάς, θα συζητείς | να συζητάς, να συζητείς | συζήτα, συζήταγε |
3s | συζητεί, συζητάει, συζητά | συζητούσε, συζήταγε | θα συζητά, θα συζητεί, θα συζητάει | να συζητά, να συζητεί, να συζητάει | |
1p | συζητάμε, συζητούμε | συζητούσαμε, συζητάγαμε | θα συζητούμε | να συζητούμε | |
2p | συζητάτε, συζητείτε | συζητούσατε, συζητάγατε | θα συζητάτε, θα συζητείτε | να συζητάτε, να συζητείτε | συζητάτε |
3p | συζητάνε, συζητάν, συζητούν, συζητούνε | συζητούσαν, συζητούσανε, συζήταγαν, συζητάγανε | θα συζητούν, θα συζητούνε, θα συζητάνε, θα συζητάν | να συζητούν, να συζητούνε, να συζητάνε, να συζητάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συζητήσω | συζήτησα | θα συζητήσω | να συζητήσω | |
2s | συζητήσεις | συζήτησες | θα συζητήσεις | να συζητήσεις | συζήτησε, συζήτα |
3s | συζητήσει | συζήτησε | θα συζητήσει | να συζητήσει | |
1p | συζητήσουμε, συζητήσομε | συζητήσαμε | θα συζητήσουμε, θα συζητήσομε | να συζητήσουμε, να συζητήσομε | |
2p | συζητήσετε | συζητήσατε | θα συζητήσετε | να συζητήσετε | συζητήστε |
3p | συζητήσουν, συζητήσουνε | συζήτησαν, συζητήσανε, συζητήσαν | θα συζητήσουν, θα συζητήσουνε | να συζητήσουν, να συζητήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συζητήσει | είχα συζητήσει | θα έχω συζητήσει | να έχω συζητήσει | |
2s | έχεις συζητήσει | είχες συζητήσει | θα έχεις συζητήσει | να έχεις συζητήσει | |
3s | έχει συζητήσει | είχε συζητήσει | θα έχει συζητήσει | να έχει συζητήσει | |
1p | έχουμε συζητήσει | είχαμε συζητήσει | θα έχουμε συζητήσει | να έχουμε συζητήσει | |
2p | έχετε συζητήσει | είχατε συζητήσει | θα έχετε συζητήσει | να έχετε συζητήσει | |
3p | έχουν συζητήσει | είχαν συζητήσει | θα έχουν συζητήσει | να έχουν συζητήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συζητημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συζητημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συζητημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συζητημένο | ||||
Participle: | συζητώντας | Non-finite ‡ | συζητήσει | 60/73, ησ, 2AB1d, 2AΒ1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses | |||||
Related terms
- συζητιέται (syzitiétai, “to be heard”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.