συμπαθώ
Greek
Conjugation
συμπαθώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συμπαθώ | συμπαθούσα | θα συμπαθώ | να συμπαθώ | |
2s | συμπαθείς | συμπαθούσες | θα συμπαθείς | να συμπαθείς | — |
3s | συμπαθεί | συμπαθούσε | θα συμπαθεί | να συμπαθεί | |
1p | συμπαθούμε | συμπαθούσαμε | θα συμπαθούμε | να συμπαθούμε | |
2p | συμπαθείτε | συμπαθούσατε | θα συμπαθείτε | να συμπαθείτε | συμπαθείτε |
3p | συμπαθούν, συμπαθούνε | συμπαθούσαν, συμπαθούσανε | θα συμπαθούν, θα συμπαθούνε | να συμπαθούν, να συμπαθούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συμπαθήσω | συμπάθησα | θα συμπαθήσω | να συμπαθήσω | |
2s | συμπαθήσεις | συμπάθησες | θα συμπαθήσεις | να συμπαθήσεις | συμπάθησε |
3s | συμπαθήσει | συμπάθησε | θα συμπαθήσει | να συμπαθήσει | |
1p | συμπαθήσουμε, συμπαθήσομε | συμπαθήσαμε | θα συμπαθήσουμε, θα συμπαθήσομε | να συμπαθήσουμε, να συμπαθήσομε | |
2p | συμπαθήσετε | συμπαθήσατε | θα συμπαθήσετε | να συμπαθήσετε | συμπαθήστε, συμπαθήσετε |
3p | συμπαθήσουν, συμπαθήσουνε | συμπάθησαν, συμπαθήσαν, συμπαθήσανε | θα συμπαθήσουν, θα συμπαθήσουνε | να συμπαθήσουν, να συμπαθήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συμπαθήσει | είχα συμπαθήσει | θα έχω συμπαθήσει | να έχω συμπαθήσει | |
2s | έχεις συμπαθήσει | είχες συμπαθήσει | θα έχεις συμπαθήσει | να έχεις συμπαθήσει | |
3s | έχει συμπαθήσει | είχε συμπαθήσει | θα έχει συμπαθήσει | να έχει συμπαθήσει | |
1p | έχουμε συμπαθήσει | είχαμε συμπαθήσει | θα έχουμε συμπαθήσει | να έχουμε συμπαθήσει | |
2p | έχετε συμπαθήσει | είχατε συμπαθήσει | θα έχετε συμπαθήσει | να έχετε συμπαθήσει | |
3p | έχουν συμπαθήσει | είχαν συμπαθήσει | θα έχουν συμπαθήσει | να έχουν συμπαθήσει | |
Participle: | συμπαθώντας | Non-finite ‡ | συμπαθήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Related terms
- αγαπώ (agapó, “to like, to love”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.