συμπληρώνω
Greek
Verb
συμπληρώνω • (sympliróno) (simple past συμπληρώσα, passive συμπληρώνομαι)
Conjugation
συμπληρώνω συμπληρώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συμπληρώνω | συμπληρώσω | συμπληρώνομαι | συμπληρωθώ |
2 sg | συμπληρώνεις | συμπληρώσεις | συμπληρώνεσαι | συμπληρωθείς |
3 sg | συμπληρώνει | συμπληρώσει | συμπληρώνεται | συμπληρωθεί |
1 pl | συμπληρώνουμε, [‑ομε] | συμπληρώσουμε, [‑ομε] | συμπληρωνόμαστε | συμπληρωθούμε |
2 pl | συμπληρώνετε | συμπληρώσετε | συμπληρώνεστε, συμπληρωνόσαστε | συμπληρωθείτε |
3 pl | συμπληρώνουν(ε) | συμπληρώσουν(ε) | συμπληρώνονται | συμπληρωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συμπλήρωνα | συμπλήρωσα | συμπληρωνόμουν(α) | συμπληρώθηκα |
2 sg | συμπλήρωνες | συμπλήρωσες | συμπληρωνόσουν(α) | συμπληρώθηκες |
3 sg | συμπλήρωνε | συμπλήρωσε | συμπληρωνόταν(ε) | συμπληρώθηκε |
1 pl | συμπληρώναμε | συμπληρώσαμε | συμπληρωνόμασταν, (‑όμαστε) | συμπληρωθήκαμε |
2 pl | συμπληρώνατε | συμπληρώσατε | συμπληρωνόσασταν, (‑όσαστε) | συμπληρωθήκατε |
3 pl | συμπλήρωναν, συμπληρώναν(ε) | συμπλήρωσαν, συμπληρώσαν(ε) | συμπληρώνονταν, (συμπληρωνόντουσαν) | συμπληρώθηκαν, συμπληρωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συμπληρώνω ➤ | θα συμπληρώσω ➤ | θα συμπληρώνομαι ➤ | θα συμπληρωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συμπληρώνεις, … | θα συμπληρώσεις, … | θα συμπληρώνεσαι, … | θα συμπληρωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συμπληρώσει έχω, έχεις, … συμπληρωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συμπληρωθεί είμαι, είσαι, … συμπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συμπληρώσει είχα, είχες, … συμπληρωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συμπληρωθεί ήμουν, ήσουν, … συμπληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συμπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … συμπληρωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συμπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … συμπληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συμπλήρωνε | συμπλήρωσε | — | συμπληρώσου |
2 pl | συμπληρώνετε | συμπληρώστε,συμπληρώσετε | συμπληρώνεστε | συμπληρωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συμπληρώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συμπληρώσει ➤ | συμπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συμπληρώσει | συμπληρωθεί | ||
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αλληλοσυμπληρώνομαι (allilosymplirónomai, “to complement each other”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.