σωματικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /somatiˈkos/
- Hyphenation: σω‧μα‧τι‧κός
- Homophone: σωματικώς (somatikós)
Adjective
σωματικός • (somatikós) m (feminine σωματική, neuter σωματικό)
- physical, bodily, corporal (relating to the body)
- Έφυγα από τη μέση για να προστατέψω τη σωματική ακεραιότητά μου. ― Éfyga apó ti mési gia na prostatépso ti somatikí akeraiótitá mou. ― I got out of the way in order to protect my physical integrity.
- Ο κατάδικος δικάστηκε σε σωματική ποινή. ― O katádikos dikástike se somatikí poiní. ― The convict was sentenced to corporal punishment.
Declension
declension of σωματικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σωματικός | σωματική | σωματικό | σωματικοί | σωματικές | σωματικά |
genitive | σωματικού | σωματικής | σωματικού | σωματικών | σωματικών | σωματικών |
accusative | σωματικό | σωματική | σωματικό | σωματικούς | σωματικές | σωματικά |
vocative | σωματικέ | σωματική | σωματικό | σωματικοί | σωματικές | σωματικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο σωματικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο σωματικός (o pio somatikós), etc.) |
Derived terms
- σωματική ποινή f (somatikí poiní, “corporal punishment”)
Related terms
- σωματικώς (somatikós, “physically, bodily”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.