τύμβος

Ancient Greek

Etymology

From Proto-Indo-European *tum- (to swell).

Pronunciation

 

Noun

τύμβος (túmbos) m (genitive τύμβου); second declension

  1. funeral mound, tomb, grave

Declension

Derived terms

  • ἀποτύμβιος (apotúmbios)
  • ἀτύμβευτος (atúmbeutos)
  • ἄτυμβος (átumbos)
  • ἐντυμβεύω (entumbeúō)
  • ἐπιτυμβίδιος (epitumbídios)
  • ἐπιτύμβιος (epitúmbios)
  • κατατυμβοχοέω (katatumbokhoéō)
  • ὀθνιότυμβος (othniótumbos)
  • περιτύμβιος (peritúmbios)
  • προτυμβίδιος (protumbídios)
  • συντυμβωρυχέω (suntumbōrukhéō)
  • τυμβαύλης (tumbaúlēs)
  • τυμβεία (tumbeía)
  • τύμβειος (túmbeios)
  • τύμβευμα (túmbeuma)
  • τυμβεύω (tumbeúō)
  • τυμβήρης (tumbḗrēs)
  • τυμβίδιος (tumbídios)
  • τυμβίον (tumbíon)
  • τύμβιος (túmbios)
  • τυμβίτης (tumbítēs)
  • τυμβογέρων (tumbogérōn)
  • τυμβοποιός (tumbopoiós)
  • τυμβοσύνη (tumbosúnē)
  • τυμβοῦχος (tumboûkhos)
  • τυμβοφάντης (tumbophántēs)
  • τυμβοχοέω (tumbokhoéō)
  • τυμβοχόη (tumbokhóē)
  • τυμβοχόος (tumbokhóos)
  • τυμβόχωστος (tumbókhōstos)
  • τυμβόω (tumbóō)
  • τυμβωρυχέω (tumbōrukhéō)
  • τυμβωρυχία (tumbōrukhía)
  • τυμβωρύχος (tumbōrúkhos)

Descendants

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.