υπογραμμίζω
Greek
Verb
υπογραμμίζω • (ypogrammízo) (simple past υπογράμμισα, passive υπογραμμίζομαι)
- underline, underscore
- (figuratively) stress, emphasise
Conjugation
υπογραμμίζω υπογραμμίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | υπογραμμίζω | υπογραμμίσω | υπογραμμίζομαι | υπογραμμιστώ |
2 sg | υπογραμμίζεις | υπογραμμίσεις | υπογραμμίζεσαι | υπογραμμιστείς |
3 sg | υπογραμμίζει | υπογραμμίσει | υπογραμμίζεται | υπογραμμιστεί |
1 pl | υπογραμμίζουμε, [‑ομε] | υπογραμμίσουμε, [‑ομε] | υπογραμμιζόμαστε | υπογραμμιστούμε |
2 pl | υπογραμμίζετε | υπογραμμίσετε | υπογραμμίζεστε, υπογραμμιζόσαστε | υπογραμμιστείτε |
3 pl | υπογραμμίζουν(ε) | υπογραμμίσουν(ε) | υπογραμμίζονται | υπογραμμιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | υπογράμμιζα | υπογράμμισα | υπογραμμιζόμουν(α) | υπογραμμίστηκα |
2 sg | υπογράμμιζες | υπογράμμισες | υπογραμμιζόσουν(α) | υπογραμμίστηκες |
3 sg | υπογράμμιζε | υπογράμμισε | υπογραμμιζόταν(ε) | υπογραμμίστηκε |
1 pl | υπογραμμίζαμε | υπογραμμίσαμε | υπογραμμιζόμασταν, (‑όμαστε) | υπογραμμιστήκαμε |
2 pl | υπογραμμίζατε | υπογραμμίσατε | υπογραμμιζόσασταν, (‑όσαστε) | υπογραμμιστήκατε |
3 pl | υπογράμμιζαν, υπογραμμίζαν(ε) | υπογράμμισαν, υπογραμμίσαν(ε) | υπογραμμίζονταν, (υπογραμμιζόντουσαν) | υπογραμμίστηκαν, υπογραμμιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα υπογραμμίζω ➤ | θα υπογραμμίσω ➤ | θα υπογραμμίζομαι ➤ | θα υπογραμμιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα υπογραμμίζεις, … | θα υπογραμμίσεις, … | θα υπογραμμίζεσαι, … | θα υπογραμμιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … υπογραμμίσει έχω, έχεις, … υπογραμμισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … υπογραμμιστεί είμαι, είσαι, … υπογραμμισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … υπογραμμίσει είχα, είχες, … υπογραμμισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … υπογραμμιστεί ήμουν, ήσουν, … υπογραμμισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … υπογραμμίσει θα έχω, θα έχεις, … υπογραμμισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … υπογραμμιστεί θα είμαι, θα είσαι, … υπογραμμισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | υπογράμμιζε | υπογράμμισε | — | υπογραμμίσου |
2 pl | υπογραμμίζετε | υπογραμμίστε | υπογραμμίζεστε | υπογραμμιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | υπογραμμίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας υπογραμμίσει ➤ | υπογραμμισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | υπογραμμίσει | υπογραμμιστεί | ||
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- υπογράμμιση f (ypográmmisi, “underline, underscore”)
- υπογραμμιστής m (ypogrammistís, “highlighter”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.