Παρθένος
: παρθένος
Grec
Étymologie
- Antonomase de παρθένος (« vierge »).
Nom propre
Παρθένος, Parthénos \Prononciation ?\ féminin singulier
Vocabulaire apparenté par le sens
Constellations en grec
Ανδρομέδα Αντλία Πτηνόν Αετός Βωμός Ηνίοχος Γλυφείον Καμηλοπάρδαλις Κύνες Θηρευτικοί Κύων Μέγας Κύων Μικρός Τρόπις Κασσιόπη Κηφεύς Κήτος Χαμαιλέων Διαβήτης Περιστερά Κόμη Βερενίκης Στέφανος Νότιος Στέφανος Βόρειος Κόραξ Κρατήρ Σταυρός Νότιος Κύκνος Δελφίν Δοράς Ιππάριον Ηριδανός Κάμινος Γερανός Ωρολόγιον Ύδρα Ύδρος Σαύρα Λέων Μικρός Λαγωός Λύκος Λυγξ Λύρα Τράπεζα Μικροσκόπιον Μονόκερως Μυία Γνώμων Οκτάς Οφιούχος Ταώς Φοίνιξ Οκρίβας Ιχθύς Νότιος Πρύμνη Πυξίς Δίκτυον Βέλος Ασπίς Γλύπτης Όφις Όφις Εξάς Τηλεσκόπιον Τρίγωνον Τρίγωνον Νότιον Τουκάνα Άρκτος Μεγάλη Άρκτος Μικρή Ιστία Ιχθύς Ιπτάμενος Αλώπηξ |
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.