αποβιομηχάνιση

Grec

Étymologie

De αποβιομηχανίζω.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αποβιομηχάνιση οι  αποβιομηχανίσεις
Génitif της  αποβιομηχάνισης
αποβιομηχανίσεως
των  αποβιομηχανίσεων
Accusatif τη(ν)  αποβιομηχάνιση τις  αποβιομηχανίσεις
Vocatif αποβιομηχάνιση αποβιομηχανίσεις

αποβιομηχάνιση, apoviomikhánisi \Prononciation ?\ féminin

  1. (Économie) Désindustrialisation.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.