αποσταθεροποίηση
Grec
Étymologie
- Du verbe αποσταθεροποιώ, avec le suffixe -ση.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αποσταθεροποίηση | οι | αποσταθεροποιήσεις |
Génitif | της | αποσταθεροποίησης αποσταθεροποιήσεως |
των | αποσταθεροποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | αποσταθεροποίηση | τις | αποσταθεροποιήσεις |
Vocatif | αποσταθεροποίηση | αποσταθεροποιήσεις |
αποσταθεροποίηση (apostatheropíisi) \Prononciation ?\ féminin
- Déstabilisation.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.