βλῆμα

Grec ancien

Étymologie

Mot dérivé de βάλλω, bállô avec le suffixe -μα, -ma.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ βλῆμα τὰ βλήματα τὼ βλήματε
Vocatif βλῆμα βλήματα βλήματε
Accusatif τὸ βλῆμα τὰ βλήματα τὼ βλήματε
Génitif τοῦ βλήματος τῶν βλημάτων τοῖν βλημάτοιν
Datif τῷ βλήματι τοῖς βλήμασι(ν) τοῖν βλημάτοιν

βλῆμα, blêma \Prononciation ?\ neutre

  1. Jet, lancer (de dés).
    • Coup, blessure.
      • Couvre-lit.

        Synonymes

        Apparentés étymologiques

        • ἀμφίβλημα
        • ἀντίβλημα
        • ἀπόβλημα
        • διάβλημα
        • ἔμβλημα, insertion
        • ἐπέμβλημα
        • ἐπίβλημα, couverture
        • κατάβλημα
        • μετάβλημα
        • παράβλημα
        • περίβλημα
        • πρόβλημα
        • σύμβλημα
        • ὑπέρβλημα
        • ὑπόβλημα

        Références

        Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.