δίχρονος
Grec
Adjectif
δίχρονος, díkhronos \Prononciation ?\
Vocabulaire apparenté par le sens
- τρίχρονος
- τετράχρονος
- πεντάχρονος
- εξάχρονος
- δεκάχρονος
- δωδεκάχρονος
- δεκαοχτάχρονος
- εικοσάχρονος
- τριαντάχρονος
- πενηντάχρονος
- εξηντάχρονος
- εβδομηντάχρονος
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.