τετράχρονος
Grec
Étymologie
Adjectif
τετράχρονος, tetrákhronos \Prononciation ?\
Vocabulaire apparenté par le sens
- δίχρονος
- τρίχρονος
- πεντάχρονος
- εξάχρονος
- δεκάχρονος
- δωδεκάχρονος
- δεκαοχτάχρονος
- εικοσάχρονος
- τριαντάχρονος
- πενηντάχρονος
- εξηντάχρονος
- εβδομηντάχρονος
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.