τετρα-
Grec
Étymologie
- Du grec ancien τετρα-, tetra-.
Préfixe
τετρα- \tɛ.tɾa\
Dérivés
composés
- τετράγλωσσος
- τετράγωνος
- τετραγωνίζω
- τετραδικός
- τετράδιπλος
- τετράδυμος
- τετραετής
- τετραήμερος
- τετραθέσιος
- τετρακέφαλος
- τετρακινητήριος
- τετράκλινος
- τετρακύλινδρος
- τετράκωπος
- τετραμελής
- τετράμηνος
- τετραξονικός
- τετραπέρατος
- τετραπληγία
- τετράποδο
- τετρασύλλαβος
- τετράτομος
- τετράτροχος
- τετράφυλλος
- τετράχρονος
- τετραψήφιος
- τετράωρος
Grec ancien
Dérivés
composés
- τετραβάμων (« quadrupède »)
- τετραδάκτυλος (« tétradactyle »)
- τετραδεῖον (« nombre 4 »)
- τετράδραχμον (« tétradrachme »)
- τετραέλικτος (« roulé en quatre »)
- τετραένης (« de quatre ans »)
- τετραετής (« de quatre ans »)
- τετραετία (« quadriennat »)
- τετραφάληρος
- τετράφυλος (« de quatre tribus »)
- τετραγλώχις (« carré »)
- τετράγυος
- τετράγωνος (« quadrangulaire, carré »)
- τετραγωνίζω (« carrer »)
- τετρακαιδεκαέτης (« de quatorze ans »)
- τετράκερως (« à quatre cornes »)
- τετράκις (« quatre fois »)
- τετρακισμύριοι (« quarante-mille »)
- τετρακισχίλιοι (« quatre-mille »)
- τετράκλινος (« à quatre sièges »)
- τετράκναμος
- τετρακόσιοι (« quatre-cent »)
- τετράκυκλος (« à quatre roues »)
- τετρακωμία (« union de quatre villages »)
- τετραλογία (« tétralogie »)
- τετράμετρος (« tétramètre »)
- τετράμηνος (« quadrimestre »)
- τετράμοιρος (« quadruple »)
- τετράορος (« à quatre chevaux »)
- τετραορία (« quadrige »)
- τετράπηχυς
- τετράπεζος (« à quatre pieds »)
- τετραπλάσιος, τετραπλόος (« quadruple »)
- τετράπλευρος (« quadrilatère »)
- τετραποδηδόν, τετραποδιστί (« à quatre pattes »)
- τετράπολις
- τετράπολος
- τετράπορος (« à quatre passages »)
- τετράπους (« quadrupède »)
- τετραπτερυλλίς, τετράπτιλος (« à quatre ailes »)
- τετράρχης (« tétrarque »)
- τετραρχέω
- τετραρχία (« tétrarchie »)
- τετράς (« nombre quatre »)
- τετρασκελής (« quadrupède »)
- τετραστάδιος (« de quatre stades »)
- τετράσχοινος
- τέτρατος (« quatrième »)
- τετράτρυφος (« cassé en quatre »)
- τετράχους (« qui contient quatre »)
- τέτραχα (« en quatre »)
- τετραχθά (« quadriparti »)
- τετράζυγος
- τετρήμερος (« de quatre jours »)
- τετρήρης (« quadrirème »)
- τετρώβολος (« de quatre oboles »)
- τετρώροφος (« de quatre étages »)
- τέτρωρος
Références
- Henry Liddell et Robert Scott, A Greek-English lexicon, American Book Company, 1901 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.