διαμεσολάβηση
Grec
Étymologie
- Mot dérivé de διαμεσολάβω, diamesolávo avec le suffixe -ση, -si, voir μεσολάβηση (« médiation »).
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | διαμεσολάβηση | οι | διαμεσολαβήσεις |
Génitif | της | διαμεσολάβησης διαμεσολαβήσεως |
των | διαμεσολαβήσεων |
Accusatif | τη(ν) | διαμεσολάβηση | τις | διαμεσολαβήσεις |
Vocatif | διαμεσολάβηση | διαμεσολαβήσεις |
διαμεσολάβηση, diamesolávisi \Prononciation ?\ féminin
- Intermédiation.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.