εκατομμυριούχος
Grec
Étymologie
- → voir εκατομμύριο et -ούχος
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | εκατομμυριούχος | οι | εκατομμυριούχοι |
Génitif | του | εκατομμυριούχου | των | εκατομμυριούχων |
Accusatif | το(ν) | εκατομμυριούχο | τους | εκατομμυριούχους |
Vocatif | εκατομμυριούχε | εκατομμυριούχοι |
εκατομμυριούχος, ekatommiriúkhos \Prononciation ?\ masculin et féminin identiques
- Millionnaire.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (εκατομμυριούχος)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.