ιδιωτικοποίηση
Grec
Étymologie
- De ιδιωτικοποιώ, privatiser (de ιδιωτικός, privé) avec le préfixe -ση.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ιδιωτικοποίηση | οι | ιδιωτικοποιήσεις |
Génitif | της | ιδιωτικοποίησης ιδιωτικοποιήσεως |
των | ιδιωτικοποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | ιδιωτικοποίηση | τις | ιδιωτικοποιήσεις |
Vocatif | ιδιωτικοποίηση | ιδιωτικοποιήσεις |
ιδιωτικοποίηση (idiotikopíisi) \Prononciation ?\ féminin
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.