κοινωνικοποίηση

Grec

Étymologie

De κοινωνικοποιώ avec le suffixe -ση.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κοινωνικοποίηση οι  κοινωνικοποιήσεις
Génitif της  κοινωνικοποίησης
κοινωνικοποιήσεως
των  κοινωνικοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  κοινωνικοποίηση τις  κοινωνικοποιήσεις
Vocatif κοινωνικοποίηση κοινωνικοποιήσεις

κοινωνικοποίηση (kinokikopíisi) \Prononciation ?\ féminin

  1. Socialisation.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.