κόπρος
Grec ancien
Étymologie
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | ἡ | κόπρος | αἱ | κόπροι | τὼ | κόπρω |
Vocatif | κόπρε | κόπροι | κόπρω | |||
Accusatif | τὴν | κόπρoν | τὰς | κόπρους | τὼ | κόπρω |
Génitif | τῆς | κόπρου | τῶν | κόπρων | τοῖν | κόπροιν |
Datif | τῇ | κόπρῳ | ταῖς | κόπροις | τοῖν | κόπροιν |
κόπρος, kópros \ˈko.pros\ féminin
Dérivés
- κοπραγωγέω
- κοπραγωγός
- κόπρανα (excrements)
- κοπρεαῖος
- κόπρειος (merdeux, sale)
- κοπρεύω
- κοπρέω
- κοπρεών
- κοπρηγέω
- κοπρηγία
- κοπρηγός
- κοπρία (tas de merde)
- κοπριαίρετος
- κοπριακός
- κοπρίας
- κοπριήμετος
- κόπρινος (merdeux)
- κόπριον (crasse)
- κόπρισις
- κοπρισμός
- κοπριώδης
- κοπρίζω
- κοπροβολεῖον
- κοπροβόλος
- κοπροξύστης
- κοπροδοχεῖον
- κοπροφαγέω
- κοπροφάγος (coprophage)
- κοπροφορά
- κοπροφορέω
- κοπροφόρος
- κοπρολογέω
- κοπρολόγος
- κόπρον
- κοπροποιέω
- κοπροποιός (qui produit de la merde)
- κοπροθέσιον
- κοπροθήκη
- κοπροσύνη
- κοπροσύρα
- κοπρόω (couvrir de merde)
- κοπρώδης (merdeux)
- κοπρών (toilettes, chiottes)
Dérivés dans d’autres langues
- Grec : κόπρος
- Français : copro-
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.