μάλιστα

Grec

Étymologie

Du grec ancien μάλιστα, málista.

Adverbe

μάλιστα (málista) \ˈma.lis.ta\

  1. Même.
    • είναι δύσκολο να μεγαλώνεις παιδιά και μάλιστα στη σημερινή εποχή
  2. Oui.
    • όταν ήμουν μικρός, μου έλεγαν ότι στους μεγαλύτερους δεν πρέπει να απαντάω με το "ναι" αλλά με το μάλιστα

Synonymes

Grec ancien

Adverbe

μάλιστα \Prononciation ?\

  1. Superlatif de μάλα « très » : le plus.
  2. Oui, tout à fait.

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.