μηχανο-
Grec
Étymologie
- → voir μηχανή.
Dérivés
- μηχανέλαιο
- μηχανόβιος
- μηχανογράφηση
- μηχανογραφία
- μηχανογραφικός
- μηχανογράφος
- μηχανογραφώ
- μηχανοδηγός
- μηχανοθεραπεία
- μηχανοθεραπευτής
- μηχανοκάικο
- μηχανοκίνητος
- μηχανοκρατία
- μηχανοκρατικός
- μηχανολογία
- μηχανολογικός
- μηχανολόγος
- μηχανοπέδη
- μηχανοποίηση
- μηχανοποίητος
- μηχανοποιώ
- μηχανοργάνωση
- μηχανορραφία
- μηχανορράφος
- μηχανορραφώ
- μηχανοστάσιο
- μηχανοτεχνίτης
- μηχανότρατα
- μηχανουργείο
- μηχανουργία
- μηχανουργικός
- μηχανουργός
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.