μπορώ
Grec
Étymologie
- Du grec ancien εὐπορέω, euporéô (« prospérer ») devenu εμπορώ, ημπορώ puis μπορώ. Voir εύπορος, άπορος, πόρος.
Verbe
μπορώ, boró \bɔ.ˈrɔ\
- Pouvoir.
- μπορείς να πετύχεις στη ζωή σου τα πάντα, αρκεί να έχεις θέληση
- Tu peux tout réussir dans ta vie, avec de la volonté.
- μπορείς να πετύχεις στη ζωή σου τα πάντα, αρκεί να έχεις θέληση
- Pouvoir, avoir l'autorisation de.
- Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό;
- Puis-je avoir un verre d'eau ?
- Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό;
- Pouvoir, être possible.
- μπορεί να βρέξει αύριο
- Il va peut-être pleuvoir demain.
- μπορεί να βρέξει αύριο
Antonymes
- απορώ
Dérivés
- ανήμπορος
- ανημπόρια, ανημποριά
- μπόρεση
- μπορετός
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (μπορώ)
- « μπορώ », dans Henry George Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek-English Lexicon, 1889 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.