σεισμογράφος
Grec
Étymologie
- Du français séismographe.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | σεισμογράφος | οι | σεισμογράφοι |
Génitif | του | σεισμογράφου | των | σεισμογράφων |
Accusatif | το(ν) | σεισμογράφο | τους | σεισμογράφους |
Vocatif | σεισμογράφε | σεισμογράφοι |
σεισμογράφος, sismográfos \Prononciation ?\ masculin
- Sismographe.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Dérivés
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σεισμογράφος)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.