συγκινώ
Grec
Étymologie
Verbe
συγκινώ, synkinó \siŋɟiˈno\ (conjugaison)
- Émouvoir, toucher.
- Με συγκίνησε πολύ αυτή η ταινία.
- ce film m'a ému.
- Μας συγκίνησε η ανιδιοτέλειά του.
- Son impuissance nous a touché.
- Με συγκίνησε πολύ αυτή η ταινία.
- Intéresser, toucher.
- Δεν με συγκινεί η μοντέρνα κλασσική.
- La musique classique moderne me laisse de marbre.
- Δεν με συγκινεί η μοντέρνα κλασσική.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.