συμπολίτισσα

Grec

Étymologie

Féminin de συμπολίτης.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  συμπολίτισσα οι  συμπολίτισσες
Génitif της  συμπολίτισσας των  συμπολιτισσών
Accusatif τη(ν)  συμπολίτισσα τις  συμπολίτισσες
Vocatif συμπολίτισσα συμπολίτισσες

συμπολίτισσα, simpolítissa \Prononciation ?\ masculin (équivalent féminin : συμπολίτης)

  1. Concitoyenne.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Références

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (συμπολίτισσα)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.