συνδικάτο
Grec
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | συνδικάτο | τα | συνδικάτα |
Génitif | του | συνδικάτου | των | συνδικάτων |
Accusatif | το | συνδικάτο | τα | συνδικάτα |
Vocatif | συνδικάτο | συνδικάτα |
συνδικάτο, syndikáto \Prononciation ?\ neutre
Apparentés étymologiques
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (συνδικάτο)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.