συνδικαλίστρια

Grec

Étymologie

Féminin de συνδικαλιστής.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  συνδικαλίστρια οι  συνδικαλίστριες
Génitif της  συνδικαλίστριας των  συνδικαλιστριών
Accusatif τη(ν)  συνδικαλίστρια τις  συνδικαλίστριες
Vocatif συνδικαλίστρια συνδικαλίστριες

συνδικαλίστρια, sindikalístria \Prononciation ?\ féminin (équivalent masculin : συνδικαλιστής)

  1. Syndicaliste.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.