ὁλόκληρος

Voir aussi : ολόκληρος

Grec ancien

Étymologie

Mot composé de ὅλος, hólos et de κλῆρος, klêros.

Adjectif

Cas Singulier Pluriel Duel
Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre
Nominatif ὁλόϰληρος ὁλόϰληρος ὁλόϰληρον ὁλόϰληροι ὁλόϰληροι ὁλόϰληρα ὁλοϰλήρω ὁλοϰλήρω ὁλοϰλήρω
Vocatif ὁλόϰληρε ὁλόϰληρε ὁλόϰληρον ὁλόϰληροι ὁλόϰληροι ὁλόϰληρα ὁλοϰλήρω ὁλοϰλήρω ὁλοϰλήρω
Accusatif ὁλόϰληρον ὁλόϰληρον ὁλόϰληρον ὁλοϰλήρους ὁλοϰλήρους ὁλόϰληρα ὁλοϰλήρω ὁλοϰλήρω ὁλοϰλήρω
Génitif ὁλοϰλήρου ὁλοϰλήρου ὁλοϰλήρου ὁλοϰλήρων ὁλοϰλήρων ὁλοϰλήρων ὁλοϰλήροιν ὁλοϰλήροιν ὁλοϰλήροιν
Datif ὁλοϰλήρ ὁλοϰλήρ ὁλοϰλήρ ὁλοϰλήροις ὁλοϰλήροις ὁλοϰλήροις ὁλοϰλήροιν ὁλοϰλήροιν ὁλοϰλήροιν

ὁλόκληρος, holoklêros

  1. Qui forme un tout, entier, intact, complet, parfait.

Dérivés

  • ὁλοκληρέω (être sain, en bonne santé)
  • ὁλοκληρία (complétude)
  • ὁλοκλήρωσις (rétablissement)

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.