ὄνειρος

Grec ancien

Étymologie

Voir ὄναρ, ónar  rêve ») et -ος.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ὄνειρος οἱ ὄνειροι τὼ ὀνείρω
Vocatif ὄνειρε ὄνειροι ὀνείρω
Accusatif τὸν ὄνειρον τοὺς ὀνείρους τὼ ὀνείρω
Génitif τοῦ ὀνείρου τῶν ὀνείρων τοῖν ὀνείροιν
Datif τῷ ὀνείρ τοῖς ὀνείροις τοῖν ὀνείροιν

ὄνειρος, óneiros \ˈo.neː.ros\ masculin

  1. Songe, rêve
  2. (Figuré) Rêverie, vaine chimère.

Variantes

Dérivés

  • ὀνειραιτησία
  • ὀνειραιτητέω
  • ὀνειραιτητόν
  • ὄνειραρ
  • ὀνείρατα
  • ὀνειρατικός
  • ὀνειράτιον
  • ὀνείραυτ
  • ὀνειραυτοπτέω
  • ὀνείρειος
  • ὀνειρήεις
  • ὀνειροδότης
  • ὀνειρόφαντος
  • ὁνειρόφαντος
  • ὀνειρόφοβος
  • ὀνειρόφρων
  • ὀνειρογενής
  • ὀνειρόγονος
  • ὀνειροκρισία
  • ὀνειροκρίτης
  • ὀνειροκριτικός
  • ὀνειρολεκτέω
  • ὀνειρολεσχία
  • ὀνειρόμαντις
  • ὀνειροπλήξ
  • ὀνειρόπληκτος
  • ὀνειροποιουμένη
  • ὀνειροπολέω
  • ὀνειροπόλησις
  • ὀνειροπολία
  • ὀνειροπολικός
  • ὀνειρόπολος
  • ὀνειροπόλος
  • ὀνειροπομπέω
  • ὀνειροπομπία
  • ὀνειροπομπός
  • ὀνειροτόκος
  • ὀνείρωξις
  • ὀνειρώδης
  • ὀνειρωγμός
  • ὀνειρώσσω

Dérivés dans d’autres langues

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.