ὄνειρος
Grec ancien
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | ὁ | ὄνειρος | οἱ | ὄνειροι | τὼ | ὀνείρω |
Vocatif | ὄνειρε | ὄνειροι | ὀνείρω | |||
Accusatif | τὸν | ὄνειρον | τοὺς | ὀνείρους | τὼ | ὀνείρω |
Génitif | τοῦ | ὀνείρου | τῶν | ὀνείρων | τοῖν | ὀνείροιν |
Datif | τῷ | ὀνείρῳ | τοῖς | ὀνείροις | τοῖν | ὀνείροιν |
ὄνειρος, óneiros \ˈo.neː.ros\ masculin
Variantes
- ὄνειρον
- ὄνοιρος (Éolien)
Dérivés
- ὀνειραιτησία
- ὀνειραιτητέω
- ὀνειραιτητόν
- ὄνειραρ
- ὀνείρατα
- ὀνειρατικός
- ὀνειράτιον
- ὀνείραυτ
- ὀνειραυτοπτέω
- ὀνείρειος
- ὀνειρήεις
- ὀνειροδότης
- ὀνειρόφαντος
- ὁνειρόφαντος
- ὀνειρόφοβος
- ὀνειρόφρων
- ὀνειρογενής
- ὀνειρόγονος
- ὀνειροκρισία
- ὀνειροκρίτης
- ὀνειροκριτικός
- ὀνειρολεκτέω
- ὀνειρολεσχία
- ὀνειρόμαντις
- ὀνειροπλήξ
- ὀνειρόπληκτος
- ὀνειροποιουμένη
- ὀνειροπολέω
- ὀνειροπόλησις
- ὀνειροπολία
- ὀνειροπολικός
- ὀνειρόπολος
- ὀνειροπόλος
- ὀνειροπομπέω
- ὀνειροπομπία
- ὀνειροπομπός
- ὀνειροτόκος
- ὀνείρωξις
- ὀνειρώδης
- ὀνειρωγμός
- ὀνειρώσσω
Références
- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901
- [1] Julius Pokorny, Indogermanisches etymologisches Wörterbuch, 1959 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.