αγγλοποιώ
Greek
Verb
αγγλοποιώ • (anglopoió) (simple past αγγλοποίησα, passive αγγλοποιούμαι)
Conjugation
αγγλοποιώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγγλοποιώ | αγγλοποιούσα | θα αγγλοποιώ | να αγγλοποιώ | |
2s | αγγλοποιείς | αγγλοποιούσες | θα αγγλοποιείς | να αγγλοποιείς | — |
3s | αγγλοποιεί | αγγλοποιούσε | θα αγγλοποιεί | να αγγλοποιεί | |
1p | αγγλοποιούμε | αγγλοποιούσαμε | θα αγγλοποιούμε | να αγγλοποιούμε | |
2p | αγγλοποιείτε | αγγλοποιούσατε | θα αγγλοποιείτε | να αγγλοποιείτε | αγγλοποιείτε |
3p | αγγλοποιούν, αγγλοποιούνε | αγγλοποιούσαν, αγγλοποιούσανε | θα αγγλοποιούν, θα αγγλοποιούνε | να αγγλοποιούν, να αγγλοποιούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγγλοποιήσω | αγγλοποίησα | θα αγγλοποιήσω | να αγγλοποιήσω | |
2s | αγγλοποιήσεις | αγγλοποίησες | θα αγγλοποιήσεις | να αγγλοποιήσεις | αγγλοποίησε |
3s | αγγλοποιήσει | αγγλοποίησε | θα αγγλοποιήσει | να αγγλοποιήσει | |
1p | αγγλοποιήσουμε, αγγλοποιήσομε | αγγλοποιήσαμε | θα αγγλοποιήσουμε, θα αγγλοποιήσομε | να αγγλοποιήσουμε, να αγγλοποιήσομε | |
2p | αγγλοποιήσετε | αγγλοποιήσατε | θα αγγλοποιήσετε | να αγγλοποιήσετε | αγγλοποιήστε, αγγλοποιήσετε |
3p | αγγλοποιήσουν, αγγλοποιήσουνε | αγγλοποίησαν, αγγλοποιήσαν, αγγλοποιήσανε | θα αγγλοποιήσουν, θα αγγλοποιήσουνε | να αγγλοποιήσουν, να αγγλοποιήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αγγλοποιήσει | είχα αγγλοποιήσει | θα έχω αγγλοποιήσει | να έχω αγγλοποιήσει | |
2s | έχεις αγγλοποιήσει | είχες αγγλοποιήσει | θα έχεις αγγλοποιήσει | να έχεις αγγλοποιήσει | |
3s | έχει αγγλοποιήσει | είχε αγγλοποιήσει | θα έχει αγγλοποιήσει | να έχει αγγλοποιήσει | |
1p | έχουμε αγγλοποιήσει | είχαμε αγγλοποιήσει | θα έχουμε αγγλοποιήσει | να έχουμε αγγλοποιήσει | |
2p | έχετε αγγλοποιήσει | είχατε αγγλοποιήσει | θα έχετε αγγλοποιήσει | να έχετε αγγλοποιήσει | |
3p | έχουν αγγλοποιήσει | είχαν αγγλοποιήσει | θα έχουν αγγλοποιήσει | να έχουν αγγλοποιήσει | |
Participle: | αγγλοποιώντας | Non-finite ‡ | αγγλοποιήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.