Αγγλία
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /aŋˈɡlia/
- Hyphenation: Αγ‧γλί‧α
Declension
Declension of Αγγλία (Anglía)
singular | |
---|---|
nominative | Αγγλία • |
genitive | Αγγλίας • |
accusative | Αγγλία • |
vocative | Αγγλία • |
Coordinate terms
- Βόρεια Ιρλανδία f (Vóreia Irlandía, “Northern Ireland”)
- Ουαλία f (Oualía, “Wales”)
- Σκωτία f (Skotía, “Scotland”)
The usually understood meanings of terms connected with Ireland and the United Kingdom:
- Ηνωμένο Βασίλειο = Αγγλία + Βόρεια Ιρλανδία + Σκωτία + Ουαλία (United Kingdom = England + Northern Ireland + Scotland + Wales)
- Μεγάλη Βρετανία = Αγγλία + Σκωτία + Ουαλία (Great Britain = England + Scotland + Wales)
- το νησί της Ιρλανδίας = Δημοκρατία της Ιρλανδίας + Βόρεια Ιρλανδία (the island of Ireland = Republic of Ireland + Northern Ireland)
- Ιρλανδία = Δημοκρατία της Ιρλανδίας (Ireland = Republic of Ireland)
- Βρετανικά Νησιά = Αγγλία + Βόρεια Ιρλανδία + Δημοκρατία της Ιρλανδίας + Σκωτία + Ουαλία (British Isles = England + Northern Ireland + Republic of Ireland + Scotland + Wales)
Related terms
- Αγγλίδα f (Anglída, “Englishwoman”)
- αγγλική f (anglikí, “the English language”)
- Άγγλος m (Ánglos, “Englishman”)
- Άγγλοι f pl (Ángloi, “the English”)
- αγγλισμός m (anglismós, “anglicism”)
- αγγλικός (anglikós, “English”, adj)
- αγγλικά n pl (angliká, “English language”)
- αγγλιστί (anglistí, “in the English language”)
- αγγλομαθής (anglomathís, “English-speaking”)
- αγγλομανής (anglomanís, “English-mad, Anglomaniac”, adjective)
- αγγλομανία f (anglomanía, “Anglomania”)
- αγγλόφωνος (anglófonos, “English-speaking”)
- αγγλόφιλος (anglófilos, “Anglophile”)
- αγγλοφοβία f (anglofovía, “Anglophobia”)
- αγγλοτραφής (anglotrafís, “English educated, anglicised”)
- αγγλοφέρνω (angloférno, “to sound English, to be anglicised, to behave in the English manner”)
- αγγλοποιώ (anglopoió, “to anglicise”)
- αγγλίζω (anglízo, “to behave in the English manner, to be anglicised”)
- αγγλικανός m (anglikanós, “Anglican”)
- αγγλικανή f (anglikaní, “Anglican”)
- αγγλικανισμός m (anglikanismós, “Anglicanism”)
- αγγλικανικός (anglikanikós, “Anglican”)
- Αγγλοσάξονας m or f (Anglosáxonas, “Anglo-Saxon”)
- αγγλοσαξονικός (anglosaxonikós, “Anglo-Saxon”)
- Νέα Αγγλία f (Néa Anglía, “New England”)
- Νέα Αγγλίδα f (Néa Anglída, “New Englander (female)”)
- Νέος Άγγλος m (Néos Ánglos, “New Englander (male)”)
Further reading
Αγγλία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.