αδύνατος
See also: ἀδύνατος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ᾰ̓δῠ́νᾰτος (adúnatos, “unable, inefficient, weak”). Morphologically α- (a-) + δυνατός (dynatós).
Pronunciation
- IPA(key): [aðˈinatos]
Adjective
αδύνατος • (adýnatos) m (feminine αδύνατη, neuter αδύνατο)
- weak, poor (health)
- Ο άνθρωπος έχει μια αδύνατη καρδιά. ― O ánthropos échei mia adýnati kardiá. ― The man has a weak heart.
- weak, poor (knowledge)
- Αυτός ο μαθητής είναι αδύνατος. ― Aftós o mathitís eínai adýnatos. ― This pupil is weak.
- (grammar) weak, regular
- Οι αδύνατοι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας … ― Oi adýnatoi týpoi tis prosopikís antonymías … ― The weak forms of personal pronoun …
- thin
- Ο πελαργός είχε αδύνατα πόδια. ― O pelargós eíche adýnata pódia. ― The stork has thin legs.
- impossible, unattainable.
- Η αδύνατη αποστολή. ― I adýnati apostolí. ― The impossible mission.
Declension
declension of αδύνατος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδύνατος | αδύνατη | αδύνατο | αδύνατοι | αδύνατες | αδύνατα |
genitive | αδύνατου | αδύνατης | αδύνατου | αδύνατων | αδύνατων | αδύνατων |
accusative | αδύνατο | αδύνατη | αδύνατο | αδύνατους | αδύνατες | αδύνατα |
vocative | αδύνατε | αδύνατη | αδύνατο | αδύνατοι | αδύνατες | αδύνατα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αδύνατος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αδύνατος (o pio adýnatos), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδυνατότερος | αδυνατότερη | αδυνατότερο | αδυνατότεροι | αδυνατότερες | αδυνατότερα |
genitive | αδυνατότερου | αδυνατότερης | αδυνατότερου | αδυνατότερων | αδυνατότερων | αδυνατότερων |
accusative | αδυνατότερο | αδυνατότερη | αδυνατότερο | αδυνατότερους | αδυνατότερες | αδυνατότερα |
vocative | αδυνατότερε | αδυνατότερη | αδυνατότερο | αδυνατότεροι | αδυνατότερες | αδυνατότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αδυνατότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδυνατότατος | αδυνατότατη | αδυνατότατο | αδυνατότατοι | αδυνατότατες | αδυνατότατα |
genitive | αδυνατότατου | αδυνατότατης | αδυνατότατου | αδυνατότατων | αδυνατότατων | αδυνατότατων |
accusative | αδυνατότατο | αδυνατότατη | αδυνατότατο | αδυνατότατους | αδυνατότατες | αδυνατότατα |
vocative | αδυνατότατε | αδυνατότατη | αδυνατότατο | αδυνατότατοι | αδυνατότατες | αδυνατότατα |
Antonyms
- (weak): ισχυρός (ischyrós)
- (impossible): αναπόδραστος (anapódrastos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.