ανασυνδέω
Greek
Conjugation
ανασυνδέω ανασυνδέομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανασυνδέω | ανασυνδέσω | ανασυνδέομαι | ανασυνδεθώ |
2 sg | ανασυνδέεις | ανασυνδέσεις | ανασυνδέεσαι | ανασυνδεθείς |
3 sg | ανασυνδέει | ανασυνδέσει | ανασυνδέεται | ανασυνδεθεί |
1 pl | ανασυνδέουμε, [‑ομε] | ανασυνδέσουμε, [‑ομε] | ανασυνδεόμαστε | ανασυνδεθούμε |
2 pl | ανασυνδέετε | ανασυνδέσετε | ανασυνδέεστε, ανασυνδεόσαστε | ανασυνδεθείτε |
3 pl | ανασυνδέουν(ε) | ανασυνδέσουν(ε) | ανασυνδέονται | ανασυνδεθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανασυνέδεα | ανασυνέδεσα, ανασύνδεσα | ανασυνδεόμουν(α) | ανασυνδέθηκα |
2 sg | ανασυνέδεες | ανασυνέδεσες, ανασύνδεσες | ανασυνδεόσουν(α) | ανασυνδέθηκες |
3 sg | ανασυνέδεε | ανασυνέδεσε, ανασύνδεσε | ανασυνδεόταν(ε) | ανασυνδέθηκε |
1 pl | ανασυνδέαμε | ανασυνδέσαμε | ανασυνδεόμασταν, (‑όμαστε) | ανασυνδεθήκαμε |
2 pl | ανασυνδέατε | ανασυνδέσατε | ανασυνδεόσασταν, (‑όσαστε) | ανασυνδεθήκατε |
3 pl | ανασυνέδεαν, ανασυνδέαν(ε) | ανασυνέδεσαν, ανασυνδέσαν(ε), ανασύνδεσαν | ανασυνδέονταν, (ανασυνδεόντουσαν) | ανασυνδέθηκαν, ανασυνδεθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανασυνδέω ➤ | θα ανασυνδέσω ➤ | θα ανασυνδέομαι ➤ | θα ανασυνδεθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανασυνδέεις, … | θα ανασυνδέσεις, … | θα ανασυνδέεσαι, … | θα ανασυνδεθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανασυνδέσει έχω, έχεις, … ανασυνδεδεμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ανασυνδεθεί είμαι, είσαι, … ανασυνδεδεμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανασυνδέσει είχα, είχες, … ανασυνδεδεμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ανασυνδεθεί ήμουν, ήσουν, … ανασυνδεδεμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανασυνδέσει θα έχω, θα έχεις, … ανασυνδεδεμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ανασυνδεθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανασυνδεδεμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανασύνδεε | ανασύνδεσε, ανασύνδεσε | — | ανασυνδέσου |
2 pl | ανασυνδέετε | ανασυνδέστε | ανασυνδέεστε | ανασυνδεθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανασυνδέοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ανασυνδέσει ➤ | ανασυνδεδεμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ανασυνδέσει | ανασυνδεθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- ανασύνδεση f (anasýndesi, “reconnection”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.