συνδέω
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /syn.dé.ɔː/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /synˈdɛ.o/
- (4th CE Koine) IPA(key): /synˈde.o/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /synˈde.o/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /sinˈde.o/
Verb
σῠνδέω • (sundéō)
- tie togehter
- connect
- (in the mediopassive form) συνδέομαι (sundéomai) +dative
- join in entreating
- beg of someone also
Inflection
This verb needs an inflection-table template.
Derived terms
- ἀσύνδετος (asúndetos, “unconnected, loose”)
- συνδεδεμένως (sundedeménōs, “conjunctively”, adverb)
- σύνδεσῐς f (súndesis, “binding together”)
- συνδετέος (sundetéos, “to be tied”)
- συνδέτης m (sundétēs, “one bound hand and foot”)
- συνδετῐκός (sundetikós, “connective, conjunctive”)
- σύνδετος (súndetos, “bound hand and foot”)
Related terms
- ἐπῐσύνδεσῐς f (episúndesis, “concatenation”)
- ἐπῐσυνδεσμέω (episundesméō, “act as astringent”)
- ἐπῐσυνδέω (episundéō, “bind on top”)
- εὐσύνδετος (eusúndetos, “readily combining”)
- ὀλῐγοσύνδεσμος (oligosúndesmos, “sparing of conjunctions”)
- πολῠσύνδεσμος (polusúndesmos, “using many conjunctions”)
- πολῠσύνδετος (polusúndetos, “using many conjunctions”)
- θεοσύνδετος (theosúndetos, “united by God”)
- συνδεσμεύω (sundesmeúō, “bind together”)
- συνδεσμῐκός (sundesmikós, “conjunctive”)
- συνδέσμιος (sundésmios, “convinctus”)
- συνδεσμοειδής (sundesmoeidḗs, “of the form of conjunctions”)
- σύνδεσμος m (súndesmos, “bond, fastening”)
- συνδεσμώτης m (sundesmṓtēs, “fellow-prisoner”)
- χονδροσύνδεσμος m (khondrosúndesmos, “cartilaginous connexion”)
Descendants
- Greek: συνδέω (syndéo)
Further reading
- συνδέω in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- συνδέω in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- συνδέω in Autenrieth, Georg (1891) A Homeric Dictionary for Schools and Colleges, New York: Harper and Brothers
- συνδέω in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
Greek
Etymology
From Ancient Greek σῠνδέω (sundéō). Morphologically, from συν- (“togehter”) + δέω in its ancient sense ("tie").
Pronunciation
- IPA(key): /sinˈðe.o/
- Hyphenation: συν‧δέ‧ω
Verb
συνδέω • (syndéo) (simple past συνέδεσα, passive συνδέομαι)
- connect, link, bind
- Συνδέστε το καλώδιο με το ρεύμα. ― Syndéste to kalódio me to révma. ― Connect the wire to the 'current' (Plug in)
- Συνδέομαι με το intenet. ― Syndéomai me to intenet. ― Ι connect to the internet
- associate
- Μας συνδέουν κοινές αναμνήσεις. ― Mas syndéoun koinés anamníseis. ― Common memories connect us.
- have an affair
- Συνδέονται εδώ και τρία χρόνια, αλλά δεν παντρεύονται.
- Syndéontai edó kai tría chrónia, allá den pantrévontai.
- They (have been) are together for three years, but they do not (won't) get married.
Conjugation
συνδέω συνδέομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συνδέω | συνδέσω | συνδέομαι | συνδεθώ |
2 sg | συνδέεις | συνδέσεις | συνδέεσαι | συνδεθείς |
3 sg | συνδέει | συνδέσει | συνδέεται | συνδεθεί |
1 pl | συνδέουμε, [‑ομε] | συνδέσουμε, [‑ομε] | συνδεόμαστε | συνδεθούμε |
2 pl | συνδέετε | συνδέσετε | συνδέεστε, συνδεόσαστε | συνδεθείτε |
3 pl | συνδέουν(ε) | συνδέσουν(ε) | συνδέονται | συνδεθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συνέδεα, σύνδεα1 | συνέδεσα, σύνδεσα2 | συνδεόμουν(α) | συνδέθηκα |
2 sg | συνέδεες, σύνδεες | συνέδεσες, σύνδεσες | συνδεόσουν(α) | συνδέθηκες |
3 sg | συνέδεε, σύνδεε | συνέδεσε, σύνδεσε | συνδεόταν(ε) | συνδέθηκε |
1 pl | συνδέαμε | συνδέσαμε | συνδεόμασταν, (‑όμαστε) | συνδεθήκαμε |
2 pl | συνδέατε | συνδέσατε | συνδεόσασταν, (‑όσαστε) | συνδεθήκατε |
3 pl | συνέδεαν, συνδέαν(ε), σύνδεαν | συνέδεσαν, σύνδεσαν3, συνδέσαν(ε) | συνδέονταν, (συνδεόντουσαν) | συνδέθηκαν, συνδεθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συνδέω ➤ | θα συνδέσω ➤ | θα συνδέομαι ➤ | θα συνδεθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συνδέεις, … | θα συνδέσεις, … | θα συνδέεσαι, … | θα συνδεθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συνδέσει έχω, έχεις, … συνδεδεμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συνδεθεί είμαι, είσαι, … συνδεδεμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συνδέσει είχα, είχες, … συνδεδεμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συνδεθεί ήμουν, ήσουν, … συνδεδεμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συνδέσει θα έχω, θα έχεις, … συνδεδεμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συνδεθεί θα είμαι, θα είσαι, … συνδεδεμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | σύνδεε | σύνδεσε, σύνδεσε | — | συνδέσου |
2 pl | συνδέετε | συνδέστε | συνδέεστε | συνδεθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συνδέοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συνδέσει ➤ | συνδεδεμένος, ‑η, ‑o4 ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συνδέσει | συνδεθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The forms with augment (συνέδεα) are frequent, and the forms without augment (e.g. σύνδεα) are uncommon. 2. The forms with augment (συνέδεσα) and without augment (e.g. σύνδεσα) in the singular past tense are equally used (in the 2020s). 3. The plural form συνέδεσαν with augment is overwhelmingly preferred by speakers (in the 2020s) than σύνδεσαν without augment. 4. The participle with reduplication συνδεδεμένος, in the ancient fashion, is overwhelmingly preferred by speakers than the modern form συνδεμένος. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- συνδεδεμένος (syndedeménos, “connected”, participle)
Related terms
- ασύνδετος (asýndetos, “unconnected”)
- πολυσύνδετος (polysýndetos, “multiconnected”)
- σύνδεση f (sýndesi, “connection”)
- συνδεσμικός (syndesmikós) (grammar)
- συνδεσμολογία f (syndesmología, “syndesmology”) (electricity; anatomy)
- σύνδεσμος m (sýndesmos, “bond; conjunction”)
- συνδέσμωση f (syndésmosi, “syndesmosis”) (anatomy)
- συνδετήρας m (syndetíras, “paper clip”)
- συνδετικός (syndetikós, “connecting, conjunctive”)
Compounds (and see their related words)
- αλληλοσυνδέω (allilosyndéo, “to interlock, to interconnect”)
- ανασυνδέω (anasyndéo, “reconnect”)
- αποσυνδέω (aposyndéo, “disconnect”)
- διασυνδέω (diasyndéo, “interconnect”)
- επανασυνδέω (epanasyndéo, “reconnect again”)
- and see: δέω (déo)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.