απολαμβάνω
Greek
Alternative forms
- απολαβαίνω (apolavaíno)
Conjugation
απολαμβάνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | απολαμβάνω | απολάμβανα | θα απολαμβάνω | να απολαμβάνω | |
2s | απολαμβάνεις | απολάμβανες | θα απολαμβάνεις | να απολαμβάνεις | απολάμβανε |
3s | απολαμβάνει | απολάμβανε | θα απολαμβάνει | να απολαμβάνει | |
1p | απολαμβάνουμε, απολαμβάνομε | απολαμβάναμε | θα απολαμβάνουμε, απολαμβάνομε | να απολαμβάνουμε, απολαμβάνομε | |
2p | απολαμβάνετε | απολαμβάνατε | θα απολαμβάνετε | να απολαμβάνετε | απολαμβάνετε |
3p | απολαμβάνουν, απολαμβάνουνε | απολάμβαναν, απολαμβάναν, απολαμβάνανε | θα απολαμβάνουν, απολαμβάνουνε | να απολαμβάνουν, απολαμβάνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | απολαύσω | απόλαυσα | θα απολαύσω | να απολαύσω | |
2s | απολαύσεις | απόλαυσες | θα απολαύσεις | να απολαύσεις | απόλαυσε |
3s | απολαύσει | απόλαυσε | θα απολαύσει | να απολαύσει | |
1p | απολαύσουμε, απολαύσομε | απολαύσαμε | θα απολαύσουμε, απολαύσομε | να απολαύσουμε, απολαύσομε | |
2p | απολαύσετε | απολαύσατε | θα απολαύσετε | να απολαύσετε | απολαύστε |
3p | απολαύσουν, απολαύσουνε | απόλαυσαν, απολαύσαν, απολαύσανε | θα απολαύσουν, απολαύσουνε | να απολαύσουν, απολαύσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω απολαύσει | είχα απολαύσει | θα έχω απολαύσει | να έχω απολαύσει | |
2s | έχεις απολαύσει | είχες απολαύσει | θα έχεις απολαύσει | να έχεις απολαύσει | |
3s | έχει απολαύσει | είχε απολαύσει | θα έχει απολαύσει | να έχει απολαύσει | |
1p | έχουμε απολαύσει | είχαμε απολαύσει | θα έχουμε απολαύσει | να έχουμε απολαύσει | |
2p | έχετε απολαύσει | είχατε απολαύσει | θα έχετε απολαύσει | να έχετε απολαύσει | |
3p | έχουν απολαύσει | είχαν απολαύσει | θα έχουν απολαύσει | να έχουν απολαύσει | |
Participle: | απολαμβάνοντας | Non-finite ‡ | απολαύσει | 98, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Synonyms
- απολαύω (apolávo, “to enjoy, to relish”)
Related terms
- λαμβάνω (lamváno, “to receive, to get, to understand”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.