αποστηθίζω
See also: ἀποστηθίζω
Greek
Etymology
From Late Hellenistic Koine Greek ᾰ̓πoστηθῐ́ζω (apostēthízō). Also see από στήθους (apó stíthous, “by heart”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.stiˈθi.zo/
- Hyphenation: α‧πο‧στη‧θί‧ζω
Verb
αποστηθίζω • (apostithízo) (simple past αποστήθισα, passive αποστηθίζομαι)
Usage notes
Although passive forms (αποστηθίζομαι (apostithízomai)) are not mentioned in dictionaries of neither modern nor ancient and mediaeval Greek, they may be formed chiefly in present}[1], but also in simple past (αποστηθίστηκα) and passive perfect participle αποστηθισμένος (apostithisménos). Learned forms, as in the older inflection of ἀποστηθίζω.
Conjugation
αποστηθίζω αποστηθίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποστηθίζω | αποστηθίσω | αποστηθίζομαι | αποστηθιστώ, αποστηθισθώ |
2 sg | αποστηθίζεις | αποστηθίσεις | αποστηθίζεσαι | αποστηθιστείς, αποστηθισθείς |
3 sg | αποστηθίζει | αποστηθίσει | αποστηθίζεται | αποστηθιστεί, αποστηθισθεί |
1 pl | αποστηθίζουμε, [‑ομε] | αποστηθίσουμε, [‑ομε] | αποστηθιζόμαστε, {αποστηθιζόμεθα} | αποστηθιστούμε, αποστηθισθούμε |
2 pl | αποστηθίζετε | αποστηθίσετε | αποστηθίζεστε, {αποστηθίζεσθε} | αποστηθιστείτε, αποστηθισθείτε |
3 pl | αποστηθίζουν(ε) | αποστηθίσουν(ε) | αποστηθίζονται | αποστηθιστούν(ε), αποστηθισθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αποστήθιζα | αποστήθισα | αποστηθιζόμουν(α) | αποστηθίστηκα, αποστηθίσθηκα |
2 sg | αποστήθιζες | αποστήθισες | αποστηθιζόσουν(α) | αποστηθίστηκες, αποστηθίσθηκες |
3 sg | αποστήθιζε | αποστήθισε | αποστηθιζόταν(ε), (αποστηθίζετο), {απεστηθίζετο} | αποστηθίστηκε, αποστηθίσθηκε, {απεστηθίσθη} |
1 pl | αποστηθίζαμε | αποστηθίσαμε | αποστηθιζόμασταν, (‑όμαστε), {απεστηθιζόμεθα} | αποστηθιστήκαμε, αποστηθισθήκαμε |
2 pl | αποστηθίζατε | αποστηθίσατε | αποστηθιζόσασταν, (‑όσαστε), {απεστηθίζεσθε} | αποστηθιστήκατε, αποστηθισθήκατε |
3 pl | αποστήθιζαν, αποστηθίζαν(ε) | αποστήθισαν, αποστηθίσαν(ε) | αποστηθίζονταν, (αποστηθίζεντο), {απεστηθίζοντο} | αποστηθίστηκαν, αποστηθιστήκαν(ε), αποστηθίσθηκαν, {απεστηθίσθησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποστηθίζω ➤ | θα αποστηθίσω ➤ | θα αποστηθίζομαι ➤ | θα αποστηθιστώ / αποστηθισθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποστηθίζεις, … | θα αποστηθίσεις, … | θα αποστηθίζεσαι, … | θα αποστηθιστείς / αποστηθισθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποστηθίσει έχω, έχεις, … αποστηθισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποστηθιστεί / αποστηθισθεί είμαι, είσαι, … αποστηθισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποστηθίσει είχα, είχες, … αποστηθισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποστηθιστεί / αποστηθισθεί ήμουν, ήσουν, … αποστηθισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποστηθίσει θα έχω, θα έχεις, … αποστηθισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποστηθιστεί / αποστηθισθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποστηθισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αποστήθιζε | αποστήθισε | — | αποστηθίσου |
2 pl | αποστηθίζετε | αποστηθίστε | αποστηθίζεστε | αποστηθιστείτε, αποστηθισθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποστηθίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποστηθίσει ➤ | αποστηθισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποστηθίσει | αποστηθιστεί, αποστηθισθεί | ||
Notes | • Passive forms are rare in both modern and older phases of Greek. Cf. ἀποστηθίζω. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αποστήθιση (apostíthisi, “memorisation”)
See also
- απέξω (apéxo, “by heart”, adverb)
References
- αποστηθίζω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
Passive forms: chiefly in present
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.