απότομος
Greek
Adjective
απότομος • (apótomos) m (feminine απότομη, neuter απότομο)
Declension
declension of απότομος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απότομος | απότομη | απότομο | απότομοι | απότομες | απότομα |
genitive | απότομου | απότομης | απότομου | απότομων | απότομων | απότομων |
accusative | απότομο | απότομη | απότομο | απότομους | απότομες | απότομα |
vocative | απότομε | απότομη | απότομο | απότομοι | απότομες | απότομα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο απότομος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο απότομος (o pio apótomos), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.