βασανίζω
Greek
Etymology
From Ancient Greek βασανίζω (basanízō, “to examine, to investigate”), modern sense developed from the association of investigations and inquisitions of prisoners with physical tortures.
Pronunciation
- IPA(key): /vasaˈnizo/
- Hyphenation: βα‧σα‧νί‧ζω
Verb
βασανίζω • (vasanízo) (simple past βασάνισα, passive βασανίζομαι)
- (transitive) torture (intentionally inflict severe pain or suffering on)
- Βασάνισαν τον αιχμάλωτο για να ομολογήσει. ― Vasánisan ton aichmáloto gia na omologísei. ― They tortured the prisoner so that he would confess.
- (transitive, figuratively) torture, torment, rack, be killing (cause severe suffering to)
- Αυτό το αγόρι βασανίζει τους καημένους τους γονείς του. ― Aftó to agóri vasanízei tous kaïménous tous goneís tou. ― This boy tortures his poor parents.
- Πρέπει να δω τον οδοντίατρο, με βασανίζει αυτό το δόντι. ― Prépei na do ton odontíatro, me vasanízei aftó to dónti. ― I have to see the dentist, this tooth is killing me.
- (transitive, figuratively) torment, rack (cause mental suffering to)
- Μήνες τώρα με βασανίζουν οι τύψεις. ― Mínes tóra me vasanízoun oi týpseis. ― For months now, I've been tormented with guilt.
- (transitive, rare, formal) probe, pore over, investigate (examine something carefully and attentively)
- Πρέπει να βασανίσω τα στοιχεία προτού καταλήξω σε απόφαση. ― Prépei na vasaníso ta stoicheía protoú katalíxo se apófasi. ― I have to pore over the facts before I come to a decision.
Conjugation
βασανίζω βασανίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | βασανίζω | βασανίσω | βασανίζομαι | βασανιστώ |
2 sg | βασανίζεις | βασανίσεις | βασανίζεσαι | βασανιστείς |
3 sg | βασανίζει | βασανίσει | βασανίζεται | βασανιστεί |
1 pl | βασανίζουμε, [‑ομε] | βασανίσουμε, [‑ομε] | βασανιζόμαστε | βασανιστούμε |
2 pl | βασανίζετε | βασανίσετε | βασανίζεστε, βασανιζόσαστε | βασανιστείτε |
3 pl | βασανίζουν(ε) | βασανίσουν(ε) | βασανίζονται | βασανιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | βασάνιζα | βασάνισα | βασανιζόμουν(α) | βασανίστηκα |
2 sg | βασάνιζες | βασάνισες | βασανιζόσουν(α) | βασανίστηκες |
3 sg | βασάνιζε | βασάνισε | βασανιζόταν(ε) | βασανίστηκε |
1 pl | βασανίζαμε | βασανίσαμε | βασανιζόμασταν, (‑όμαστε) | βασανιστήκαμε |
2 pl | βασανίζατε | βασανίσατε | βασανιζόσασταν, (‑όσαστε) | βασανιστήκατε |
3 pl | βασάνιζαν, βασανίζαν(ε) | βασάνισαν, βασανίσαν(ε) | βασανίζονταν, (βασανιζόντουσαν) | βασανίστηκαν, βασανιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα βασανίζω ➤ | θα βασανίσω ➤ | θα βασανίζομαι ➤ | θα βασανιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα βασανίζεις, … | θα βασανίσεις, … | θα βασανίζεσαι, … | θα βασανιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … βασανίσει έχω, έχεις, … βασανισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … βασανιστεί είμαι, είσαι, … βασανισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … βασανίσει είχα, είχες, … βασανισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … βασανιστεί ήμουν, ήσουν, … βασανισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … βασανίσει θα έχω, θα έχεις, … βασανισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … βασανιστεί θα είμαι, θα είσαι, … βασανισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | βασάνιζε | βασάνισε | — | βασανίσου |
2 pl | βασανίζετε | βασανίστε | βασανίζεστε | βασανιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | βασανίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας βασανίσει ➤ | βασανισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | βασανίσει | βασανιστεί | ||
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
Derived terms
- βασανιστής n (vasanistís, “torturer, tormentor”)
- βασανίστρια f (vasanístria, “tormentor”)
- βασανιστικός (vasanistikós, “brutal, agonising”)
- βασανιστήριο n (vasanistírio, “torture”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.