γαργαλάω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ɣaɾɣaˈlao/
- Hyphenation: γαρ‧γα‧λά‧ω
Verb
γαργαλάω • (gargaláo) (simple past γαργάλησα, passive γαργαλιέμαι)
- Alternative form of γαργαλώ (gargaló)
Conjugation
γαργαλώ, γαργαλάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | γαργαλώ, γαργαλάω | γαργαλούσα, γαργάλαγα | θα γαργαλώ, θα γαργαλάω | να γαργαλώ, να γαργαλάω | |
2s | γαργαλάς | γαργαλούσες, γαργάλαγες | θα γαργαλάς | να γαργαλάς | γαργάλα |
3s | γαργαλά, γαργαλάει | γαργαλούσε, γαργάλαγε | θα γαργαλά, θα γαργαλάει | να γαργαλά, να γαργαλάει | |
1p | γαργαλούμε, γαργαλάμε | γαργαλούσαμε, γαργαλάγαμε | θα γαργαλούμε, θα γαργαλάμε | να γαργαλούμε, να γαργαλάμε | |
2p | γαργαλάτε | γαργαλούσατε, γαργαλάγατε | θα γαργαλάτε | να γαργαλάτε | γαργαλάτε |
3p | γαργαλούν, γαργαλούνε, γαργαλάνε, γαργαλάν | γαργαλούσαν, γαργαλούσανε, γαργάλαγαν, γαργαλάγανε | θα γαργαλούν, θα γαργαλούνε, θα γαργαλάνε, θα γαργαλάν | να γαργαλούν, να γαργαλούνε, να γαργαλάνε, να γαργαλάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | γαργαλήσω | γαργάλησα | θα γαργαλήσω | να γαργαλήσω | |
2s | γαργαλήσεις | γαργάλησες | θα γαργαλήσεις | να γαργαλήσεις | γαργάλησε |
3s | γαργαλήσει | γαργάλησε | θα γαργαλήσει | να γαργαλήσει | |
1p | γαργαλήσουμε, γαργαλήσομε | γαργαλήσαμε | θα γαργαλήσουμε, θα γαργαλήσομε | να γαργαλήσουμε, να γαργαλήσομε | |
2p | γαργαλήσετε | γαργαλήσατε | θα γαργαλήσετε | να γαργαλήσετε | γαργαλήστε |
3p | γαργαλήσουν, γαργαλήσουνε | γαργάλησαν, γαργαλήσανε, γαργαλήσαν | θα γαργαλήσουν, θα γαργαλήσουνε | να γαργαλήσουν, να γαργαλήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω γαργαλήσει | είχα γαργαλήσει | θα έχω γαργαλήσει | να έχω γαργαλήσει | |
2s | έχεις γαργαλήσει | είχες γαργαλήσει | θα έχεις γαργαλήσει | να έχεις γαργαλήσει | |
3s | έχει γαργαλήσει | είχε γαργαλήσει | θα έχει γαργαλήσει | να έχει γαργαλήσει | |
1p | έχουμε γαργαλήσει | είχαμε γαργαλήσει | θα έχουμε γαργαλήσει | να έχουμε γαργαλήσει | |
2p | έχετε γαργαλήσει | είχατε γαργαλήσει | θα έχετε γαργαλήσει | να έχετε γαργαλήσει | |
3p | έχουν γαργαλήσει | είχαν γαργαλήσει | θα έχουν γαργαλήσει | να έχουν γαργαλήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γαργαλημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γαργαλημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γαργαλημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γαργαλημένο | ||||
Participle: | γαργαλώντας | Non-finite ‡ | γαργαλήσει | 68-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.