δαγκάνω
Ancient Greek
Etymology
Hellenistic Koine and Medieval from δάκνω (dáknō) from Proto-Indo-European *denḱ-. Based[1] on the aorist stem ἔδακον (édakon) with voicing the [k] between vowels.
Pronunciation
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /daŋˈka.no/
- (4th CE Koine) IPA(key): /ðaŋˈka.no/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /ðaŋˈɡa.no/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ðaŋˈɡa.no/
Inflection
This verb needs an inflection-table template.
Derived terms
References
- δαγκάνω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
Further reading
- δαγκάνω in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- δαγκάνω in the Diccionario Griego–Español en línea (2006–2019)
Greek
Alternative forms
- δαγκάω (dagkáo, “I bite”) (vernacular)
- δαγκώνω (dagkóno, “I bite”) (standard form)
Etymology
From Koine Greek δαγκάνω.[1] Also see etymology of δαγκώνω.
Pronunciation
- IPA(key): /ðaŋˈɡano/
- Hyphenation: δα‧γκά‧νω
Verb
δαγκάνω • (dagkáno) (simple past δάγκασα, passive δαγκάνομαι)
Conjugation
δαγκάνω δαγκάνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | δαγκάνω (δαγκώνω →) | δαγκάσω | δαγκάνομαι | δαγκαθώ |
2 sg | δαγκάνεις | δαγκάσεις | δαγκάνεσαι | δαγκαθείς |
3 sg | δαγκάνει | δαγκάσει | δαγκάνεται | δαγκαθεί |
1 pl | δαγκάνουμε, [‑ομε] | δαγκάσουμε, [‑ομε] | δαγκανόμαστε | δαγκαθούμε |
2 pl | δαγκάνετε | δαγκάσετε | δαγκάνεστε, δαγκανόσαστε | δαγκαθείτε |
3 pl | δαγκάνουν(ε) | δαγκάσουν(ε) | δαγκάνονται | δαγκαθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | δάγκανα | δάγκασα | δαγκανόμουν(α) | δαγκάθηκα |
2 sg | δάγκανες | δάγκασες | δαγκανόσουν(α) | δαγκάθηκες |
3 sg | δάγκανε | δάγκασε | δαγκανόταν(ε) | δαγκάθηκε |
1 pl | δαγκάναμε | δαγκάσαμε | δαγκανόμασταν, (‑όμαστε) | δαγκαθήκαμε |
2 pl | δαγκάνατε | δαγκάσατε | δαγκανόσασταν, (‑όσαστε) | δαγκαθήκατε |
3 pl | δάγκαναν, δαγκάναν(ε) | δάγκασαν, δαγκάσαν(ε) | δαγκάνονταν, (δαγκανόντουσαν) | δαγκάθηκαν, δαγκαθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα δαγκάνω ➤ | θα δαγκάσω ➤ | θα δαγκάνομαι ➤ | θα δαγκαθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα δαγκάνεις, … | θα δαγκάσεις, … | θα δαγκάνεσαι, … | θα δαγκαθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … δαγκάσει έχω, έχεις, … δαγκαμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … δαγκαθεί είμαι, είσαι, … δαγκαμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … δαγκάσει είχα, είχες, … δαγκαμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … δαγκαθεί ήμουν, ήσουν, … δαγκαμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … δαγκάσει θα έχω, θα έχεις, … δαγκαμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … δαγκαθεί θα είμαι, θα είσαι, … δαγκαμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | δάγκανε | δάγκασε | — | δαγκάσου |
2 pl | δαγκάνετε | δαγκάστε | δαγκάνεστε | δαγκαθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | δαγκάνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας δαγκάσει ➤ | δαγκαμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | δαγκάσει | δαγκαθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• δαγκάνω is a colloquial form of the common verb δαγκώνω (dagkóno) • The passive forms (δαγκάθηκα, δαγκαμένος) are extrememly rare. • rare passive past δαγκάθηκα and the more rare δαγκάστηκα/εδαγκάστηκα. • rare passive participle δαγκαμένος, and the more rare δαγκασμένος. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- δαγκάνα f (dagkána, “claw, pincers (of a crab)”)
- and see: δαγκώνω (dagkóno) for derivatives of stem δαγκα-
References
- δαγκάνω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
Further reading
- δαγκάνω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας [Modern Greek Dictionary] (in Greek), 2nd edition, Athens: Lexicology Centre
- Dimitrakos, Dimitrios B. (1964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (in Greek), Athens: Hellenic Paideia
- Kriaras, Emmanuel (2001–), “δαγκάνω”, in Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας [Concise Dictionary of Medieval Vulgar Greek Literature (1100–1669) Vols. I–XIV] (in Greek), Online edition
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.