διαμηνύω
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /di.a.mɛː.ný.ɔː/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /di.a.meˈny.o/
- (4th CE Koine) IPA(key): /ði.a.miˈny.o/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /ði.a.miˈny.o/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ði.a.miˈni.o/
Greek
Etymology
From Hellenistic and Mediaeval Byzantine Greek διαμηνύω. Morphologically, from δια- (“through”) + μηνύω (“the ancient sense 'inform'”).
Pronunciation
- IPA(key): /ðia.miˈni.o/
- Hyphenation: δι‧α‧μη‧νύ‧ω
Verb
διαμηνύω • (diaminýo) (simple past διεμήνυσα, διαμήνυσα, passive διαμηνύομαι)
- (formal) forward, convey, pass on a message, report
- O εισαγγελέας διεμήνυσε στον ανακριτή να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση.
- O eisangeléas diemínyse ston anakrití na dienergísei prokatarktikí exétasi.
- The prosecutor signalled to the examining magistrate to conduct a preliminary enquiry.
- (formal) forward message through someone else, have something announced
Conjugation
διαμηνύω διαμηνύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διαμηνύω | διαμηνύσω | διαμηνύομαι | διαμηνυθώ |
2 sg | διαμηνύεις | διαμηνύσεις | διαμηνύεσαι | διαμηνυθείς |
3 sg | διαμηνύει | διαμηνύσει | διαμηνύεται | διαμηνυθεί |
1 pl | διαμηνύουμε, [‑ομε] | διαμηνύσουμε, [‑ομε] | διαμηνυόμαστε | διαμηνυθούμε |
2 pl | διαμηνύετε | διαμηνύσετε | διαμηνύεστε, διαμηνυόσαστε | διαμηνυθείτε |
3 pl | διαμηνύουν(ε) | διαμηνύσουν(ε) | διαμηνύονται | διαμηνυθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διεμήνυα, διαμήνυα1 | διεμήνυσα, διαμήνυσα1 | διαμηνυόμουν | διαμηνύθηκα |
2 sg | διεμήνυες, διαμήνυες | διεμήνυσες, διαμήνυσες | διαμηνυόσουν | διαμηνύθηκες |
3 sg | διεμήνυε, διαμήνυε | διεμήνυσε, διαμήνυσε | διαμηνυόταν | διαμηνύθηκε |
1 pl | διαμηνύαμε | διαμηνύσαμε | διαμηνυόμασταν, (‑όμαστε) | διαμηνυθήκαμε |
2 pl | διαμηνύατε | διαμηνύσατε | διαμηνυόσασταν, (‑όσαστε) | διαμηνυθήκατε |
3 pl | διεμήνυαν, διαμηνύαν(ε), διαμήνυαν | διεμήνυσαν, διαμηνύσαν(ε), διαμήνυσαν | διαμηνύονταν | διαμηνύθηκαν, διαμηνυθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διαμηνύω ➤ | θα διαμηνύσω ➤ | θα διαμηνύομαι ➤ | θα διαμηνυθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαμηνύεις, … | θα διαμηνύσεις, … | θα διαμηνύεσαι, … | θα διαμηνυθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαμηνύσει | έχω, έχεις, … διαμηνυθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαμηνύσει | είχα, είχες, … διαμηνυθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαμηνύσει | θα έχω, θα έχεις, … διαμηνυθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | διαμήνυε | διαμήνυσε, διαμήνυσε | — | διαμηνύσου |
2 pl | διαμηνύετε | διαμηνύστε | διαμηνύεστε | διαμηνυθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διαμηνύοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διαμηνύσει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | διαμηνύσει | διαμηνυθεί | ||
Notes | 1. The δια- forms (without internal augment) are less formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- διαβιβάζω (diavivázo)
- παραγγέλλω (parangéllo)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.