προμηνύω
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /pro.mɛː.ný.ɔː/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /pro.meˈny.o/
- (4th CE Koine) IPA(key): /pro.miˈny.o/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /pro.miˈny.o/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /pro.miˈni.o/
Verb
προμηνύω • (promēnúō)
- (+dative +accusative) denounce beforehand
- (+accusative) predict, indicate before
Related terms
- προμήνυσις f (promḗnusis, “prediction”)
- προμηνῡτής m (promēnūtḗs, “one who gives information in advance”)
- προμηνύτρια f (promēnútria, “who indicates before”)
- προσμηνύω (prosmēnúō, “point out besides”)
- and see μηνύω (mēnúō, “inform, disclose”)
References
- προμηνύω in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- προμηνύω in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
Greek
Alternative forms
- προμηνάω/προμηνώ (promináo/prominó) (colloquial)
Etymology
From Ancient Greek προμηνύω. Morphologically, from προ- (“before”) + μηνύω (“the ancient sense 'inform'”).
Pronunciation
- IPA(key): /miˈni.o/
- Hyphenation: μη‧νύ‧ω
Verb
προμηνύω • (prominýo) (simple past προμήνυσα, passive προμηνύομαι)
- preannounce, forewarn, demonstrate indications of, presage
- Τα σύννεφα προμηνύουν βροχή. ― Ta sýnnefa prominýoun vrochí. ― The clouds presage rain.
- (passive third persons) it is imminent (mostly unpleasant)
- Προμηνύεται καταιγίδα. ― Prominýetai kataigída. ― A storm is imminent.
Conjugation
προμηνύω προμηνύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | προμηνύω | προμηνύσω | προμηνύομαι | προμηνυθώ |
2 sg | προμηνύεις | προμηνύσεις | προμηνύεσαι | προμηνυθείς |
3 sg | προμηνύει | προμηνύσει | προμηνύεται | προμηνυθεί |
1 pl | προμηνύουμε, [‑ομε] | προμηνύσουμε, [‑ομε] | προμηνυόμαστε | προμηνυθούμε |
2 pl | προμηνύετε | προμηνύσετε | προμηνύεστε, προμηνυόσαστε | προμηνυθείτε |
3 pl | προμηνύουν(ε) | προμηνύσουν(ε) | προμηνύονται | προμηνυθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | προμήνυα | προμήνυσα | προμηνυόμουν(α) | προμηνύθηκα |
2 sg | προμήνυες | προμήνυσες | προμηνυόσουν(α) | προμηνύθηκες |
3 sg | προμήνυε | προμήνυσε | προμηνυόταν(ε) | προμηνύθηκε |
1 pl | προμηνύαμε | προμηνύσαμε | προμηνυόμασταν, (‑όμαστε) | προμηνυθήκαμε |
2 pl | προμηνύατε | προμηνύσατε | προμηνυόσασταν, (‑όσαστε) | προμηνυθήκατε |
3 pl | προμήνυαν, προμηνύαν(ε) | προμήνυσαν, προμηνύσαν(ε) | προμηνύονταν, (προμηνυόντουσαν) | προμηνύθηκαν, προμηνυθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα προμηνύω ➤ | θα προμηνύσω ➤ | θα προμηνύομαι ➤ | θα προμηνυθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προμηνύεις, … | θα προμηνύσεις, … | θα προμηνύεσαι, … | θα προμηνυθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προμηνύσει | έχω, έχεις, … προμηνυθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προμηνύσει | είχα, είχες, … προμηνυθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προμηνύσει | θα έχω, θα έχεις, … προμηνυθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | προμήνυε | προμήνυσε | — | προμηνύσου |
2 pl | προμηνύετε | προμηνύστε | προμηνύεστε | προμηνυθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | προμηνύοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας προμηνύσει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | προμηνύσει | προμηνυθεί | ||
Notes | • The passive, chiefly in the present stem (present and imperfect tense). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.