διηθώ
Greek
Etymology
From Ancient Greek διηθέω / διηθῶ (contracted), morphologically from δῐᾰ́ + ἠθέω.
Pronunciation
- IPA(key): /ði.i.ˈθo/
- Hyphenation: δι‧η‧θώ
Conjugation
διηθώ, διηθούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διηθώ | διηθήσω | διηθούμαι | διηθηθώ |
2 sg | διηθείς | διηθήσεις | διηθείσαι | διηθηθείς |
3 sg | διηθεί | διηθήσει | διηθείται | διηθηθεί |
1 pl | διηθούμε | διηθήσουμε, [-ομε] | διηθούμαστε, {διηθούμεθα} | διηθηθούμε |
2 pl | διηθείτε | διηθήσετε | διηθείστε, {διηθείσθε} | διηθηθείτε |
3 pl | διηθούν(ε) | διηθήσουν(ε) | διηθούνται | διηθηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διηθούσα | διήθησα | 1 | διηθήθηκα |
2 sg | διηθούσες | διήθησες | — | διηθήθηκες |
3 sg | διηθούσε | διήθησε | διηθούνταν, {(ε)διηθείτο} | διηθήθηκε |
1 pl | διηθούσαμε | διηθήσαμε | — | διηθηθήκαμε |
2 pl | διηθούσατε | διηθήσατε | — | διηθηθήκατε |
3 pl | διηθούσαν(ε) | διήθησαν, διηθήσαν(ε) | διηθούνταν, {(ε)διηθούντο} | διηθήθηκαν, διηθηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διηθώ ➤ | θα διηθήσω ➤ | θα διηθούμαι ➤ | θα διηθηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διηθείς, … | θα διηθήσεις, … | θα διηθείσαι, … | θα διηθηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διηθήσει έχω, έχεις, … διηθημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διηθηθεί είμαι, είσαι, … διηθημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διηθήσει είχα, είχες, … διηθημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διηθηθεί ήμουν, ήσουν, … διηθημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διηθήσει θα έχω, θα έχεις, … διηθημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διηθηθεί θα είμαι, θα είσαι, … διηθημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | διήθησε | — | διηθήσου |
2 pl | διηθείτε | διηθήστε | διηθείστε, {διηθείσθε} | διηθηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διηθώντας ➤ | διηθούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διηθήσει ➤ | διηθημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διηθήσει | διηθηθεί | ||
Notes | 1. Passive imperfective forms like "διηθούμουν" are very rare. • In polytonic script: διηθῶ • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
Related terms
- διήθημα n (diíthima, “liquid from straining”)
- διήθηση f (diíthisi, “straining, filtering”), διήθησις f (Katharevousa)
- διηθητικός (diithitikós, “suitable for filtering”)
- διηθητός (diithitós, “filterable”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.