εκδίδω
Greek
Verb
εκδίδω • (ekdído) (simple past εξέδωσα, passive εκδίδομαι)
Conjugation
εκδίδω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | εκδίδω | έκδιδα | θα εκδίδω | να εκδίδω | |
2s | εκδίδεις | έκδιδες | θα εκδίδεις | να εκδίδεις | έκδιδε |
3s | εκδίδει | έκδιδε | θα εκδίδει | να εκδίδει | |
1p | εκδίδουμε, εκδίδομε | εκδίδαμε | θα εκδίδουμε, εκδίδομε | να εκδίδουμε, εκδίδομε | |
2p | εκδίδετε | εκδίδατε | θα εκδίδετε | να εκδίδετε | εκδίδετε |
3p | εκδίδουν, εκδίδουνε | έκδιδαν, εκδίδαν, εκδίδανε | θα εκδίδουν, εκδίδουνε | να εκδίδουν, εκδίδουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | εξεδώσω | εξέδωσα | θα εξεδώσω | να εξεδώσω | |
2s | εξεδώσεις | εξέδωσες | θα εξεδώσεις | να εξεδώσεις | εξέδωσε |
3s | εξεδώσει | εξέδωσε | θα εξεδώσει | να εξεδώσει | |
1p | εξεδώσουμε, εξεδώσομε | εξεδώσαμε | θα εξεδώσουμε, εξεδώσομε | να εξεδώσουμε, εξεδώσομε | |
2p | εξεδώσετε | εξεδώσατε | θα εξεδώσετε | να εξεδώσετε | εξεδώστε, εξεδώσετε |
3p | εξεδώσουν, εξεδώσουνε | εξέδωσαν, εξεδώσαν, εξεδώσανε | θα εξεδώσουν, εξεδώσουνε | να εξεδώσουν, εξεδώσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω εξεδώσει | είχα εξεδώσει | θα έχω εξεδώσει | να έχω εξεδώσει | |
2s | έχεις εξεδώσει | είχες εξεδώσει | θα έχεις εξεδώσει | να έχεις εξεδώσει | |
3s | έχει εξεδώσει | είχε εξεδώσει | θα έχει εξεδώσει | να έχει εξεδώσει | |
1p | έχουμε εξεδώσει | είχαμε εξεδώσει | θα έχουμε εξεδώσει | να έχουμε εξεδώσει | |
2p | έχετε εξεδώσει | είχατε εξεδώσει | θα έχετε εξεδώσει | να έχετε εξεδώσει | |
3p | έχουν εξεδώσει | είχαν εξεδώσει | θα έχουν εξεδώσει | να έχουν εξεδώσει | |
Participle: | εκδίδοντας | Non-finite ‡ | εξεδώσει | 186, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Coordinate terms
- απελαύνω (apelávno, “extradite”) (from a country)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.