ζητάω
Greek
Alternative forms
- ζητώ (zitó) (the contracted form)
Etymology
From Ancient Greek ζητέω, ζητῶ (zētéō, zētô).
Verb
ζητάω • (zitáo) (simple past ζήτησα, passive ζητιέμαι) (formal)
- ask for, request
- Ζήτησα ένα ποτήρι νερό. ― Zítisa éna potíri neró. ― I asked for a glass of water.
- Ζητάω μια καλή δουλειά, γι' αυτό έβαλα αγγελία: «Ζητώ εργασία ως γραμματέας».
- Zitáo mia kalí douleiá, gi' aftó évala angelía: «Zitó ergasía os grammatéas».
- I am looking for a nice job, so I've posted an advertisemnt: «Requesting position as secretary.»
- Ζητώ συγχώρεση. ― Zitó synchóresi. ― I ask for forgiveness.
- seek, look for
- Zητώ μεταχειρισμένο αυτοκίνητο σε καλή κατάσταση.
- Zitó metacheirisméno aftokínito se kalí katástasi.
- I'm looking for a used car in good condition.
- (passive, informal) I am in demand, sought-after
- Πουλάμε πολλές ομπρέλες. Zητιούνται πολύ όταν βρέχει.
- Pouláme pollés ompréles. Zitioúntai polý ótan vréchei.
- We're selling lots of umbrelas. The are in demand whenever it rains.
Usage notes
The verb conjugates in two ways: the usual -άω/ώ, -άς, -ά passive -ιέμαι (Class A of 2nd Conjugation) and the more formal -ώ, -είς, -εί, passive -ούμαι (Class B of 2nd Conjugation) which is used in phrases like:
- Ζητώ εργασία ― Zitó ergasía ― I seek a position (job)
- Ζητείται υπάλληλος ― Ziteítai ypállilos ― A clerk is sought
- Ποιος τον ζητεί; ― Poios ton ziteí? ― on the phone: Who is calling (is asking for him)?
Conjugation
ζητάω, ζητιέμαι - ζητώ, ζητούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ζητάω - ζητώ1 | ζητήσω | ζητιέμαι - ζητούμαι1 | ζητηθώ |
2 sg | ζητάς - ζητείς | ζητήσεις | ζητιέσαι - ζητείσαι | ζητηθείς |
3 sg | ζητάει, ζητά - ζητεί | ζητήσει | ζητιέται - ζητείται | ζητηθεί |
1 pl | ζητάμε - ζητούμε | ζητήσουμε, [-ομε] | ζητιόμαστε - ζητούμαστε | ζητηθούμε |
2 pl | ζητάτε - ζητείτε | ζητήσετε | ζητιέστε, (‑ιόσαστε) - ζητείστε, {ζητείσθε} | ζητηθείτε |
3 pl | ζητάν(ε), ζητούν(ε) | ζητήσουν(ε) | ζητιούνται, (‑ιόνται) - ζητούνται | ζητηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ζητούσα, ζήταγα | ζήτησα | ζητιόμουν(α) - [ζητούμουν]1 2 | ζητήθηκα |
2 sg | ζητούσες, ζήταγες | ζήτησες | ζητιόσουν(α) - [ζητούσουν]2 | ζητήθηκες |
3 sg | ζητούσε, ζήταγε | ζήτησε | ζητιόταν(ε) - ζητούνταν, {(ε)ζητείτο} | ζητήθηκε |
1 pl | ζητούσαμε, ζητάγαμε | ζητήσαμε | ζητιόμασταν, (‑ιόμαστε) - ζητούμασταν, (‑ούμαστε) | ζητηθήκαμε |
2 pl | ζητούσατε, ζητάγατε | ζητήσατε | ζητιόσασταν, (‑ιόσαστε) - [ζητούσασταν, (‑ούσαστε)]2 | ζητηθήκατε |
3 pl | ζητούσαν(ε), ζήταγαν, ζητάγανε | ζήτησαν, ζητήσαν(ε) | ζητιόνταν(ε), ζητιόντουσαν, ζητιούνταν - ζητούνταν, {(ε)ζητούντο} | ζητήθηκαν, ζητηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ζητάω, θα ζητώ ➤ | θα ζητήσω ➤ | θα ζητιέμαι - ζητούμαι ➤ | θα ζητηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ζητάς - ζητείς, … | θα ζητήσεις, … | θα ζητιέσαι - ζητείσαι, … | θα ζητηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ζητήσει | έχω, έχεις, … ζητηθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ζητήσει | είχα, είχες, … ζητηθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ζητήσει | θα έχω, θα έχεις, … ζητηθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ζήτα, ζήταγε | ζήτησε, ζήτα | — | ζητήσου |
2 pl | ζητάτε - ζητείτε | ζητήστε | ζητιέστε - ζητείστε, {ζητείσθε} | ζητηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ζητώντας ➤ | ζητούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ζητήσει ➤ | ζητημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ζητήσει | ζητηθεί | ||
Notes | 1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class A (with -α, -ιέμαι endings), but also the more formal Class B (with -είς, -ούμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
Derived terms
- ζητούμενο (zitoúmeno, participle)
Compounds:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.