ζυγός

See also: Ζυγός

Greek

Etymology

From Ancient Greek ζυγόν (zugón), ζυγός (zugós), ultimately from Proto-Indo-European *yugóm (yoke).

Adjective

ζυγός (zygós) m (feminine ζυγή, neuter ζυγό)

  1. (mathematics) even
    μονά ή ζυγά (odds or evens)
    2, 4, 6... είναι ζυγοί αριθμοί (2, 4, 6... are even numbers)
  2. twin

Declension

Noun

ζυγός (zygós) m (plural ζυγοί)

  1. scales, balance (for weighing)
  2. yoke

Template:rf

Declension

  • αζύγιαστος (azýgiastos, not weighed, not calculated)
  • αζύγιστος (azýgistos, not weghed, not calculated)
  • αντιζυγία f (antizygía) (κατ' αντιζυγία (kat' antizygía)
  • βρεφοζυγός m (vrefozygós, weighing machine for babies)
  • διαζύγιο n (diazýgio)
  • δίζυγο n (dízygo) (gymnastics)
  • εξωσυζυγικός (exosyzygikós)
  • εφ' ενός ζυγού (ef' enós zygoú)
  • ζυγαριά f (zygariá, scales, balance, weighing machine)
  • ζύγι n (zýgi, weight)
  • ζυγίζω (zygízo, I weigh)
  • ζύγισμα n (zýgisma, weighing)
  • Ζυγός m (Zygós, Libra)
  • ζυγοσταθμίζω n (zygostathmízo)
  • ζυγώνω (zygóno)
  • ζυγώτης m (zygótis) (biology)
  • ισοζύγιο n (isozýgio)
  • μονόζυγο n (monózygo) (gymnastics)
  • πολύζυγο n (polýzygo) (gymnastics)
  • συζυγία f (syzygía)
  • συζυγικός (syzygikós)
  • σύζυγος (sýzygos, spouse) (masculine & feminine)
  • του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει (tou Éllinos o tráchilos zygón den ypoménei)
  • τους ζυγούς λύσατε (tous zygoús lýsate)
  • υποζύγιο (ypozýgio)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.