ζυγός
See also: Ζυγός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ζυγόν (zugón), ζυγός (zugós), ultimately from Proto-Indo-European *yugóm (“yoke”).
Adjective
ζυγός • (zygós) m (feminine ζυγή, neuter ζυγό)
- (mathematics) even
- μονά ή ζυγά (odds or evens)
- 2, 4, 6... είναι ζυγοί αριθμοί (2, 4, 6... are even numbers)
- twin
Declension
declension of ζυγός
Related terms
- ζυγά-ζυγά (zygá-zygá, “two by two”)
Declension
Related terms
- αζύγιαστος (azýgiastos, “not weighed, not calculated”)
- αζύγιστος (azýgistos, “not weghed, not calculated”)
- αντιζυγία f (antizygía) (κατ' αντιζυγία (kat' antizygía)
- βρεφοζυγός m (vrefozygós, “weighing machine for babies”)
- διαζύγιο n (diazýgio)
- δίζυγο n (dízygo) (gymnastics)
- εξωσυζυγικός (exosyzygikós)
- εφ' ενός ζυγού (ef' enós zygoú)
- ζυγαριά f (zygariá, “scales, balance, weighing machine”)
- ζύγι n (zýgi, “weight”)
- ζυγίζω (zygízo, “I weigh”)
- ζύγισμα n (zýgisma, “weighing”)
- Ζυγός m (Zygós, “Libra”)
- ζυγοσταθμίζω n (zygostathmízo)
- ζυγώνω (zygóno)
- ζυγώτης m (zygótis) (biology)
- ισοζύγιο n (isozýgio)
- μονόζυγο n (monózygo) (gymnastics)
- πολύζυγο n (polýzygo) (gymnastics)
- συζυγία f (syzygía)
- συζυγικός (syzygikós)
- σύζυγος (sýzygos, “spouse”) (masculine & feminine)
- του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει (tou Éllinos o tráchilos zygón den ypoménei)
- τους ζυγούς λύσατε (tous zygoús lýsate)
- υποζύγιο (ypozýgio)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.