καταθέτω
Greek
Verb
καταθέτω • (katathéto) (simple past κατέθεσα, passive κατατίθεμαι)
- register, submit, lodge, file, hand in
- Θα καταθέσω αγωγή για αποζημίωση. ― Tha katathéso agogí gia apozimíosi. ― I'll file a lawsuit for damages.
- Κατέθεσε την παραίτησή του. ― Katéthese tin paraítisí tou. ― He handed in his resignation.
- (finance) deposit
- Καταθέτει τα χρήματα σ'έναν λογαριασμό ταμιευτηρίου. ― Katathétei ta chrímata s'énan logariasmó tamieftiríou. ― He deposited the money in a savings account.
- (law) testify, give evidence
Conjugation
καταθέτω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | καταθέτω | κατέθετα | θα καταθέτω | να καταθέτω | |
2s | καταθέτεις | κατέθετες | θα καταθέτεις | να καταθέτεις | κατάθετε |
3s | καταθέτει | κατέθετε | θα καταθέτει | να καταθέτει | |
1p | καταθέτουμε, καταθέτομε | καταθέταμε | θα καταθέτουμε, καταθέτομε | να καταθέτουμε, καταθέτομε | |
2p | καταθέτετε | καταθέτατε | θα καταθέτετε | να καταθέτετε | καταθέτετε |
3p | καταθέτουν, καταθέτουνε | κατέθεταν, καταθέταν, καταθέτανε | θα καταθέτουν, καταθέτουνε | να καταθέτουν, καταθέτουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | καταθέσω | κατέθεσα | θα καταθέσω | να καταθέσω | |
2s | καταθέσεις | κατέθεσες | θα καταθέσεις | να καταθέσεις | κατάθεσε |
3s | καταθέσει | κατέθεσε | θα καταθέσει | να καταθέσει | |
1p | καταθέσουμε, καταθέσομε | καταθέσαμε | θα καταθέσουμε, καταθέσομε | να καταθέσουμε, καταθέσομε | |
2p | καταθέσετε | καταθέσατε | θα καταθέσετε | να καταθέσετε | καταθέστε, καταθέσετε |
3p | καταθέσουν, καταθέσουνε | κατέθεσαν, καταθέσαν, καταθέσανε | θα καταθέσουν, καταθέσουνε | να καταθέσουν, καταθέσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω καταθέσει | είχα καταθέσει | θα έχω καταθέσει | να έχω καταθέσει | |
2s | έχεις καταθέσει | είχες καταθέσει | θα έχεις καταθέσει | να έχεις καταθέσει | |
3s | έχει καταθέσει | είχε καταθέσει | θα έχει καταθέσει | να έχει καταθέσει | |
1p | έχουμε καταθέσει | είχαμε καταθέσει | θα έχουμε καταθέσει | να έχουμε καταθέσει | |
2p | έχετε καταθέσει | είχατε καταθέσει | θα έχετε καταθέσει | να έχετε καταθέσει | |
3p | έχουν καταθέσει | είχαν καταθέσει | θα έχουν καταθέσει | να έχουν καταθέσει | |
Participle: | καταθέτοντας | Non-finite ‡ | καταθέσει | 137, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Synonyms
- πρωτοκολλώ (protokolló)
- υποβάλλω (ypovállo)
Coordinate terms
- αρχειοθετώ (archeiothetó, “to archive”)
Related terms
- κατάθεση f (katáthesi, “deposit at bank”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.