καταστρέφω
Ancient Greek
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
Derived terms
- καταστροφή (katastrophḗ)
Further reading
- καταστρέφω in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- καταστρέφω in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- καταστρέφω in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Bauer, Walter et al. (2001) A Greek–English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature, Third edition, Chicago: University of Chicago Press
- Woodhouse, S. C. (1910) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
- annex idem, page 30.
- cow idem, page 180.
- crush idem, page 187.
- dependence idem, page 211.
- enslave idem, page 276.
- inthral idem, page 454.
- keep idem, page 467.
- master idem, page 517.
- overcome idem, page 585.
- overpower idem, page 586.
- overwhelm idem, page 587.
- pacify idem, page 588.
- put idem, page 660.
- quell idem, page 664.
- reduce idem, page 684.
- repress idem, page 698.
- subdue idem, page 830.
- subject idem, page 830.
- subjection idem, page 831.
- subjugate idem, page 831.
- suppress idem, page 842.
- tame idem, page 855.
- tranquilise idem, page 887.
Greek
Verb
καταστρέφω • (katastréfo) (simple past κατέστρεψα, κατάστρεψα, passive καταστρέφομαι)
Conjugation
καταστρέφω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | καταστρέφω | κατέστρεφα, κατάστρεφα | θα καταστρέφω | να καταστρέφω | |
2s | καταστρέφεις | κατέστρεφες, κατάστρεφες | θα καταστρέφεις | να καταστρέφεις | κατέστρεφε |
3s | καταστρέφει | κατέστρεφε, κατάστρεφε | θα καταστρέφει | να καταστρέφει | |
1p | καταστρέφουμε, καταστρέφομε | καταστρέφαμε | θα καταστρέφουμε, καταστρέφομε | να καταστρέφουμε, καταστρέφομε | |
2p | καταστρέφετε | καταστρέφατε | θα καταστρέφετε | να καταστρέφετε | καταστρέφετε |
3p | καταστρέφουν, καταστρέφουνε | κατέστρεφαν, καταστρέφαν, καταστρέφανε, κατάστρεφαν | θα καταστρέφουν, καταστρέφουνε | να καταστρέφουν, καταστρέφουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | καταστρέψω | κατέστρεψα, κατάστρεψα | θα καταστρέψω | να καταστρέψω | |
2s | καταστρέψεις | κατέστρεψες, κατάστρεψες | θα καταστρέψεις | να καταστρέψεις | κατέστρεψε |
3s | καταστρέψει | κατέστρεψε, κατάστρεψε | θα καταστρέψει | να καταστρέψει | |
1p | καταστρέψουμε, καταστρέψομε | καταστρέψαμε | θα καταστρέψουμε, θα καταστρέψομε | να καταστρέψουμε, να καταστρέψομε | |
2p | καταστρέψετε | καταστρέψατε | θα καταστρέψετε | να καταστρέψετε | καταστρέψτε, καταστράφε |
3p | καταστρέψουν, καταστρέψουνε | κατέστρεψαν, καταστρέψανε, κατάστρεψαν | θα καταστρέψουν, θα καταστρέψουνε | να καταστρέψουν, να καταστρέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω καταστρέψει | είχα καταστρέψει | θα έχω καταστρέψει | να έχω καταστρέψει | |
2s | έχεις καταστρέψει | είχες καταστρέψει | θα έχεις καταστρέψει | να έχεις καταστρέψει | |
3s | έχει καταστρέψει | είχε καταστρέψει | θα έχει καταστρέψει | να έχει καταστρέψει | |
1p | έχουμε καταστρέψει | είχαμε καταστρέψει | θα έχουμε καταστρέψει | να έχουμε καταστρέψει | |
2p | έχετε καταστρέψει | είχατε καταστρέψει | θα έχετε καταστρέψει | να έχετε καταστρέψει | |
3p | έχουν καταστρέψει | είχαν καταστρέψει | θα έχουν καταστρέψει | να έχουν καταστρέψει | |
Participle: | καταστρέφοντας | Non-finite ‡ | καταστρέψει | 13, 1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Antonyms
- κατασκευάζω (kataskevázo)
- χτίζω (chtízo)
Further reading
- καταστρέφω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.