κατοικώ
Greek
Verb
κατοικώ • (katoikó) (simple past κατοίκησα, passive κατοικούμαι)
- (intransitive) inhabit, reside permanently
Conjugation
κατοικώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κατοικώ | κατοικούσα | θα κατοικώ | να κατοικώ | |
2s | κατοικείς | κατοικούσες | θα κατοικείς | να κατοικείς | — |
3s | κατοικεί | κατοικούσε | θα κατοικεί | να κατοικεί | |
1p | κατοικούμε | κατοικούσαμε | θα κατοικούμε | να κατοικούμε | |
2p | κατοικείτε | κατοικούσατε | θα κατοικείτε | να κατοικείτε | κατοικείτε |
3p | κατοικούν, κατοικούνε | κατοικούσαν, κατοικούσανε | θα κατοικούν, θα κατοικούνε | να κατοικούν, να κατοικούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κατοικήσω | κατοίκησα | θα κατοικήσω | να κατοικήσω | |
2s | κατοικήσεις | κατοίκησες | θα κατοικήσεις | να κατοικήσεις | κατοίκησε |
3s | κατοικήσει | κατοίκησε | θα κατοικήσει | να κατοικήσει | |
1p | κατοικήσουμε, κατοικήσομε | κατοικήσαμε | θα κατοικήσουμε, θα κατοικήσομε | να κατοικήσουμε, να κατοικήσομε | |
2p | κατοικήσετε | κατοικήσατε | θα κατοικήσετε | να κατοικήσετε | κατοικήστε, κατοικήσετε |
3p | κατοικήσουν, κατοικήσουνε | κατοίκησαν, κατοικήσαν, κατοικήσανε | θα κατοικήσουν, θα κατοικήσουνε | να κατοικήσουν, να κατοικήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κατοικήσει | είχα κατοικήσει | θα έχω κατοικήσει | να έχω κατοικήσει | |
2s | έχεις κατοικήσει | είχες κατοικήσει | θα έχεις κατοικήσει | να έχεις κατοικήσει | |
3s | έχει κατοικήσει | είχε κατοικήσει | θα έχει κατοικήσει | να έχει κατοικήσει | |
1p | έχουμε κατοικήσει | είχαμε κατοικήσει | θα έχουμε κατοικήσει | να έχουμε κατοικήσει | |
2p | έχετε κατοικήσει | είχατε κατοικήσει | θα έχετε κατοικήσει | να έχετε κατοικήσει | |
3p | έχουν κατοικήσει | είχαν κατοικήσει | θα έχουν κατοικήσει | να έχουν κατοικήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κατοικημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κατοικημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κατοικημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κατοικημένο | ||||
Participle: | κατοικώντας | Non-finite ‡ | κατοικήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses | |||||
See also
- μένω (méno, “to stay, to live”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.