κυβερνώ
Greek
Alternative forms
- κυβερνάω (kyvernáo)
Conjugation
κυβερνώ, κυβερνάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κυβερνώ, κυβερνάω | κυβερνούσα, κυβέρναγα | θα κυβερνώ, θα κυβερνάω | να κυβερνώ, να κυβερνάω | |
2s | κυβερνάς | κυβερνούσες, κυβέρναγες | θα κυβερνάς | να κυβερνάς | κυβέρνα, κυβέρναγε |
3s | κυβερνά, κυβερνάει | κυβερνούσε, κυβέρναγε | θα κυβερνά, θα κυβερνάει | να κυβερνά, να κυβερνάει | |
1p | κυβερνούμε, κυβερνάμε | κυβερνούσαμε, κυβερνάγαμε | θα κυβερνούμε, θα κυβερνάμε | να κυβερνούμε, να κυβερνάμε | |
2p | κυβερνάτε | κυβερνούσατε, κυβερνάγατε | θα κυβερνάτε | να κυβερνάτε | κυβερνάτε |
3p | κυβερνούν, κυβερνούνε, κυβερνάνε, κυβερνάν | κυβερνούσαν, κυβερνούσανε, κυβέρναγαν, κυβερνάγανε | θα κυβερνούν, θα κυβερνούνε, θα κυβερνάνε, θα κυβερνάν | να κυβερνούν, να κυβερνούνε, να κυβερνάνε, να κυβερνάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κυβερνήσω | κυβέρνησα | θα κυβερνήσω | να κυβερνήσω | |
2s | κυβερνήσεις | κυβέρνησες | θα κυβερνήσεις | να κυβερνήσεις | κυβέρνησε, κυβέρνα |
3s | κυβερνήσει | κυβέρνησε | θα κυβερνήσει | να κυβερνήσει | |
1p | κυβερνήσουμε, κυβερνήσομε | κυβερνήσαμε | θα κυβερνήσουμε, θα κυβερνήσομε | να κυβερνήσουμε, να κυβερνήσομε | |
2p | κυβερνήσετε | κυβερνήσατε | θα κυβερνήσετε | να κυβερνήσετε | κυβερνήστε |
3p | κυβερνήσουν, κυβερνήσουνε | κυβέρνησαν, κυβερνήσανε, κυβερνήσαν | θα κυβερνήσουν, θα κυβερνήσουνε | να κυβερνήσουν, να κυβερνήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κυβερνήσει | είχα κυβερνήσει | θα έχω κυβερνήσει | να έχω κυβερνήσει | |
2s | έχεις κυβερνήσει | είχες κυβερνήσει | θα έχεις κυβερνήσει | να έχεις κυβερνήσει | |
3s | έχει κυβερνήσει | είχε κυβερνήσει | θα έχει κυβερνήσει | να έχει κυβερνήσει | |
1p | έχουμε κυβερνήσει | είχαμε κυβερνήσει | θα έχουμε κυβερνήσει | να έχουμε κυβερνήσει | |
2p | έχετε κυβερνήσει | είχατε κυβερνήσει | θα έχετε κυβερνήσει | να έχετε κυβερνήσει | |
3p | έχουν κυβερνήσει | είχαν κυβερνήσει | θα έχουν κυβερνήσει | να έχουν κυβερνήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κυβερνημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κυβερνημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κυβερνημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κυβερνημένο | ||||
Participle: | κυβερνώντας | Non-finite ‡ | κυβερνήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.